μου ήρθε έξαφνα στο μυαλό τώρα δα ένα νυχτερινό μου όνειρο, πού και πού επαναλαμβανόμενο: ένας δρόμος, φαρδύς θα έλεγα, αλλά χωρίς περαστικούς και αυτοκίνητα. έχει νυχτώσει, δεν είναι περισσότερο από οκτώ η ώρα, δεν είναι χειμώνας, γιατί έχει νυχτώσει άραγε τόσο νωρίς;. ο δρόμος είναι σιωπηλός, το πεζοδρόμιο που περπατώ, έχω την αίσθηση ότι είναι το νότιο, δεν είναι πλατύ, περπατώ από τα αριστερά προς τα δεξιά, από τα ανατολικά προς τα δυτικά δηλαδή. πάντα διανύω την ίδια πορεία στο ίδιο όνειρο, την ίδια ώρα της ημέρας, και πάντα σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω ψηλά, όχι πολύ ψηλά, ίσαμε τον πρώτο όροφο, εκεί που υπάρχει ένα σαχνισί, όχι σαράβαλο σαν από τα παλιά τουρκόσπιτα, καινουργιότερο πάντως, που έχει δύο παράθυρα στην μπροστινή του όψη. έχει και μικρότερα μου φαίνεται στις στενές, αλλά ποιος τα δίνει σημασία.. δεν θυμάμαι αν τα δυο παράθυρα έχουν παντζούρια, οι περιορισμοί κάθε είδους περιττοί, και ιδίως στα όνειρα. είναι ολάνοιχτα στη νύχτα με τραβηγμένες στο πλάι τις κλαρωτές σε μπεζ φόντο βαμβακερές κουρτίνες. διακρίνω μέσα φως, θερμοκίτρινο το ονομάζω, νιώθω ανθρώπινη παρουσία, ζεσταίνομαι κάπως στην ιδέα της, νομίζω κιόλας ότι ακούω χαμηλές κουβέντες, και τότε αποφασίζω να εισέλθω.
εισέρχομαι από στενή, ψηλή, ξύλινη, εξώθυρα στην αριστερή άκρη της πρόσοψης, ανοιχτή τέντα είναι, σκοτεινή, στενή, ψηλή τρύπα είναι, που οδηγεί σύντομα σε μία απότομη ξύλινη σκάλα, αυτήν που τρίζοντας με ανεβάζει στον πρώτο όροφο, η φαντασία μου την πλάθει ημικυκλική, αλλά δεν έχει τέτοιες στα ξενοδοχεία των ταξιδιωτών. τί μπέρδεμα αλήθεια σοβεί στα όνειρα, σταγόνες παρμένες από παντού αλλού, που συνταιριάζονται σε ενιαίες καινούργιες εικόνες… όνειρα, πλάσματα σύνθετα της σιωπής…μπρόυτζινες μπετούγες,κ
είναι ένα μεγάλο σαλόνι που στη μέση του σαν καταπακτή καταλήγει η σκάλα. α ναι, τώρα τη βλέπω ευθύγραμμη, μα τί μπέρδεμα τέλος πάντων στη θολούρα της ανάμνησης. και γύρω-γύρω είναι τα δωμάτια. μου θυμίζει το hotel Αμερική στο Διδυμότειχο, σε ένα δρόμο ψιλοανηφορικό με μεγάλη κίνηση, νυφοπάζαρα τους λέγαμε τότε τους δρόμους με τα πολλά τα σύρε κι έλα, κάπου χίλια εννιακόσια εβδομήντα τρία ήτανε, με το πλήθος των κοριτσιών και των φαντάρων, αρβύλες, δίκωχα, χακί και άλλα χρώματα, πλήθος που ανεβοκατεβαίνει σε αέναη κίνηση. απέναντι έχει ένα σινεμά που η χρωματιστή αφίσα του λούζεται στο φως, παίζει ένα έργο, δεν θυμάμαι τώρα τον τίτλο του αν και τα γράμματα τεράστια ζωγραφισμένα, έργο που συμπεραίνω ότι είναι έργο για τους μόνους φαντάρους. σε αντίθεση, το σκοτάδι στην όχθη του Ερυθροπόταμου ταιριάζει στα ζευγάρια. μπορεί το ξενοδοχείο να μην το έλεγαν Αμερική, αλλά Νέα Ζωή, και από κάτω να έγραφε Παναγιώτης Τασκονίδης, το όνομα του ξενοδόχου, όχι κάνω λάθος, αυτό το ξενοδοχείο βρισκόταν στη Δράμα, κοντά στα κτελ και τα αλεσβερίσια τους.
παράξενο.. και τα δύο ξενοδοχεία της θύμισής μου μοιάζουν θαρρείς με αυτό του ονείρου μου, σαν το όνειρο να είναι οι υγρές στάλες της εικόνας τους που συνωστίζονται θέλοντας να με πνίξουν μεθοδικά στη νοσταλγία, μα εγώ όταν νιώθω ότι με επιβουλεύονται, παφφφ, δίνω μια του ονείρου και μια χαρά το διαλύω και το ξαποστέλνω στην επόμενη φορά του.
τα λαϊκά ξενοδοχεία που αγάπησα, πέμπτης κατηγορίας, διώροφα, θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι΄αυτά.. δεν τα θέλω μεγάλα στις μνήμες μου, αν και μάλλον ήτανε, γιατί το μεγάλο σε κοσμοπολίτικο μου κάνει και τα δικά μου είναι ξενοδοχεία δοσμένα στον εφήμερο έρωτα, πουλημένο ή δωρεάν σαν τον δικό μου. εκεί που δεν ήθελες να μοιραστείς το μπάνιο του διαδρόμου με ξένους και προτιμούσες να κατουράς στο κρύο λαβομάνο του δωματίου, αφού πρώτα ο καλός σου σε σήκωνε αγκαλιά να σε καθίσει εκεί πάνω που δεν έφτανες. στο λαβομάνο πλυνόσουν και πλυνότανε. η δίφυλλη ντουλάπα στέκονταν στη μιαν άκρη, φτιαγμένη από σκούρο βαμμένο ξύλο με ποδαράκια και αέτωμα σκαλιστό ψηλά στο κέντρο και είχε πάντα την ίδια χαρακτηριστική μυρωδιά κλεισούρας, έναν καθρέφτη στο μαυριδερό εσώφυλλο και μια χιλιοφορεμένη βρωμερή μα καλοδιπλωμένη κουβέρτα-ρεζέρβα στον πάτο μαζί με δυο ακόμη πατικωμένα μαξιλάρια, ντουλάπα που δεν χρησίμευε ευτυχώς σε τίποτε για μια-δυο νύχτες, παρά να ξεχωρίζει τη νύχτα σαν μαύρος όγκος στο ελάχιστο φως που έμπαινε από τις τραυματισμένες και ελλείπουσες γρίλλιες.
δεν θυμάμαι αν τα ξενοδοχεία αυτά τα ζούσα χειμώνα, αλλά μου είναι πιο εύκολο να τα αισθάνομαι καλοκαιρινά, με τζάμια ανοιχτά, παντζούρια, γαλλικού τύπου νομίζω τα λένε σήμερα, που μπορούσες να τα κρατήσεις χαραγμένα για περισσότερο φως και αέρα, με πάντα τις ίδιες μπρούτζινες μπετούγες που η εξέχουσα ακρούλα τους δάγκωνε στο μεταλλικό αντίκρυσμα. και από τα γερμένα παντζούρια μπορούσες να παρατηρείς άνετα και κρυφά τα τεκταινόμενα στο δρόμο, όταν έκανες μικρό σκασιαρχείο από το κρεβάτι και τα χέρια του καλού σου. μεταλλική καριόλα για κρεβάτι, σωμιές με σκουριασμένες λάμες που έτριζε πάντα, στρώμα ριγέ βουλιαγμένο στη μέση, από κείνα τα λεκιασμένα στρώματα με τον ..κόθρο ολόγυρα πάνω και κάτω, χε χε γελάω.. δεν σ´ ένοιαζε το μοναδικό σκληρό μαξιλάρι του κρεβατιού, σε βόλευε καλύτερα ο ώμος του καλού σου, εκεί που εγκατέλειπες το κεφάλι σου με όλο του το βάρος, για να τον ακούσεις σε λίγο να προσπαθεί να δικαιολογηθεί που πρέπει να τραβήξει το χέρι που είχε μυρμηγκιάσει … γελώ…
ανέβηκα στον όροφο, κοιτάζω μπρος μου ένα μάλλον μικρό δωμάτιο με τα ανοιχτά παράθυρα φάτσα να δίνουν στο σκοτάδι και δυό αντικρυστές ξύλινες καρέκλες μπροστά τους στη στενή ορθογώνια εσοχή που σχηματίζει το σαχνισί. φέγγει ήπια το φως της λάμπας που κρέμεται γυμνή με ένα καλώδιο από το ταβάνι. το φως του ονείρου μου είναι σταθερό θερμοκίτρινο και η λάμπα δεν κινείται από το ελαφρύ πνεύμα του αέρα ανάμεσα παράθυρα και σκάλα, αντίθετα οι μπεζ λουλουδάτες κουρτινίτσες εκατέρωθεν των παραθύρων τρεμουλιάζουν, τραβήξτε μας, λένε, για να σπάσουμε εμείς επιτήδεια με την τέχνη μας την έντονη αντίφαση ανάμεσα στο σκοτάδι του δρόμου και το φως της λάμπας. δεν τις τραβώ, δεν φοβάμαι να στοχοποιηθώ από το δρόμο, μπορεί και να το θέλω. μαστόρισσα λάμπα, δε ρίχνεις σκληρές σκιές, αλλά το σιγανό σου φως πέφτει παντού μα και υφέρπει κάτω από τα λιγοστά έπιπλα του δωματίου.
αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου χαρακτηρίζεται από το ζεστό φως, τις λέξεις επιθυμώ και θέλω, τους δυο ανθρώπους αντικριστούς στις καρέκλες, μία εγώ στην αριστερή καρέκλα, ο συνομιλητής μου μοιάζει μάλλον με πρόσωπο του Ντερέν, κι ας έχω τόσα πρόσωπα στην κεφαλή να τον προσομοιάσω, το μεταλλικό κρεβάτι πίσω δεξιά δε μου λέει τίποτα, είναι καλοκαίρι αναμφισβήτητα, δροσερό βράδυ και ακίνητη ζωή έξω, έκρηξη χρωμάτων γύρω μου. θα τα αποκολλήσω από το όνειρο και θα βάψω τη ζωή μου με αποχρώσεις του θερμοκίτρινου χωρίς ποτέ μου να τραβήξω τις κουρτίνες…
τετάρτη 29 δεκεμβρίου 2016, 5 το πρωί