αστεία φάση χωροχρόνου:
καθισμένη στην πολυθρόνα της γωνιάς ακολουθώ λόγια πολλά,
μπανιαρισμένα σε χρυσόσκονη μπρουντζίνας.
μέσα μου χαμογελώ, συγκαταβατικά ενίοτε.
φόρεσα κόκκινο κραγιόν πριν έρθω, μου έστειλα φιλάκι στον καθρέφτη,
ήξερα περίπου πού πηγαίνω, εκεί που το κόκκινο κραγιόν ταιριάζει,
εκεί που πέφτουν λέξεις πολλές κι ανάθεμα αν οι μισοί πιάνουν τη μία,
εγώ τουλάχιστον, ως ευγενής συνήθως, προσπαθώ…
κουράστηκα να προσπαθώ, έφυγα πριν το κραγιόν ξεβάψει.
δρόμοι άδειοι και γρίλλιες φωτεινές οδεύουν προς τα πίσω,
καθώς η σκέψη μου καρφώθηκε ακίνητη στην άσφαλτο.
το ίδιο απαράλλαχτο ερώτημα γύρω της ζινίζει:
πόση χρυσόσκονη κρύβουν πίσω τους οι φωτισμένες γρίλλιες;
ΥΓ. επιστρέφω πεζή από μια παρουσίαση βιβλίου και στο δρόμο σκέφτομαι..