θυμάται τα κόκκινα καινούργια εκείνα παπούτσια. με ψηλό πάτο από φελλό και κόκκινα δερμάτινα κορδόνια με εξωτερικά γαζιά. τον παρακολουθούσε που σηκώθηκε αργά από το ντιβάνι απέναντί της, την πλησίασε αργά και στάθηκε όρθιος μπροστά της, σοβαρός, κοιτώντας την στα μάτια. κατόπιν γονάτισε στο δεξί γόνατο, πήρε στην αγκαλιά του το αριστερό της πόδι, ξεκούμπωσε αργά το παπούτσι χωρίς σφάλμα, το έβγαλε ήσυχα, σχεδόν τελετουργικά, και το ακούμπησε δίπλα του στο πάτωμα. κράτησε με ευλάβεια το γυμνό της πόδι μέσα στις δυο ζεστές του χούφτες, έσκυψε αργά μπροστά και το έφερε στα χείλη του. πιπίλισε το μεγάλο δάχτυλο με μισόκλειστα μάτια, όσο συνομιλούσε χωρίς φωνή με τον εαυτό του, και μετά την κοίταξε στα μάτια συνομιλώντας χωρίς φωνή μαζί της. με την ίδια ευλάβεια αγάπησε το δεξί της πόδι. δεν το ήξερε αυτό το χάδι εκείνη, πρωτόγνωρο, δεν είχε νιώσει ποτέ έτσι. ήταν όλος δικός της, αφημένος στην τύχη του, που έλεγχε με την άκρη μόνον του νου του, και αυτή το ίδιο στη δική της τύχη, ηθελημένα χωρίς κανέναν έλεγχο. πρώτη της φορά είχε έναν άντρα τόσο δικό της. από κει και ύστερα η μνήμη υποχώρησε. έκρυψε τις αναμνήσεις της βαθιά, να μην τις δει κανείς ποτέ, ούτε και αυτή η ίδια ξανά. σαν σε φωτογραφία θυμάται το άλλο πρωί τα δυο κόκκινα παπούτσια πεταμένα στο πάτωμα. δεν τα ξαναφόρεσε ποτέ. μόνο κάθε χρόνο την ίδια μέρα τα απιθώνει πάνω στο αδειανό διπλό της κρεβάτι με κείνα τα σατέν σεντόνια, μαζί με κείνα τα μαύρα δαντελένια εσώρουχα, και γιορτάζει μαζί τους την ανάμνηση, τη θέληση, την επιθυμία, τον άμετρο πόθο της προσμονής του.
τύποι από το ράφι, 2