θέλει να περιγράψει τα αισθήματα που νιώθει κάθε μέρα, όλη τη μέρα. το ένα διαδέχεται το άλλο. κυριαρχεί το μικροκλίμα της νοσταλγίας, νοσταλγία για τον έρωτα που ένιωσε και έχασε άδικα και ξαφνικά και στερήθηκε για λόγους αυτοπροστατευτικούς τελείως τη δυνατότητα να τον ξανανιώσει. πονάει όταν ανακαλεί το κλίμα αυτό. ο πόνος μοιάζει με αυτό που νιώθει κάθε φορά που ο νους της τρέχει στο σπίτι που μεγάλωσε, με πόσα όνειρα και ελπίδες έζησε εκεί μέσα, πόσο προσπαθούσε να το περιποιηθεί και να το συντηρήσει, τι χαρά ένιωθε κάθε φορά που το στόλιζε γιορτινά. αγωνία να το φέρει στο λογαριασμό που σχεδίαζε κι όταν τέλειωνε, με τι χαρά το απολάμβανε τελειωμένο. θυμάται τα χρώματα που το έλουζαν, την ιδιαίτερη ποιότητα του φωτός που έμπαινε από τα παράθυρα ή τις χαραμάδες των παντζουριών όταν τα συναντούσε κλειστά ο ήλιος. θυμάται τις μυρωδιές της γειτονιάς και της ακακίας, της γλυσίνας στην πόρτα και την ικανοποίηση που έβλεπε τα λουλούδια που φύτεψε να ανθίζουν. τα ευτυχισμένα απογεύματα που καθισμένη στο μπαλκόνι της εξώθυρας ασχολούνταν με το κέντημα και την ξυλογλυπτική. θυμάται που έπιανε συζήτηση με τους διερχόμενους γείτονες και τα θερινά σινεμά που πήγαινε μαζί τους, τις παρέες στις εξώπορτες και τις νυχτερινές βόλτες. από πολύ νωρίς είχε μάθει ότι οι κατιφέδες και οι ζίνιες του κήπου δεν επρόκειτο να ανθίσουν ξανά και όμως ήλπιζε. ύστερα ήρθε ο σεισμός και σε έντεκα δευτερόλεπτα το όνειρο χάθηκε και δεν ξαναγύρισε ποτέ όσες προσπάθειες και αν έκανε. μετά μεγάλωσε απότομα και άλλαξε ύφος και δράση στη ζωή της. στα όνειρά της βλέπει σκιώδεις εικόνες του αγαπημένου παρελθόντος που εμπεριέχουν τα ερείπια που προέκυψαν στο μεταξύ, μεταφορικά και κυριολεκτικά. έτσι ξαφνικά στο σεισμό της αδικίας που της έγινε έχασε όλον τον έρωτα που πάσχισε να χτίσει. το λάθος της ένα: έδωσε σε κείνον τη μορφή που ήθελε αυτή να έχει. τον έντυσε με τα χρώματα που αγάπησε, και μύρισε τα αρώματα που αυτή άλειψε. όμως, όπως το σπίτι της ήταν πραγματικό μόνο για κείνην, έτσι και κείνος ήταν αληθινός μόνο για κείνην. νόμισε πως ήταν ιδανική η ανταπόκρισή του, πως υπήρχε πραγματικά ανταπόκριση, και ένιωσε τυχερή. η συμπεριφορά του την ενθάρρυνε πως δεν έκανε λάθος. τον συμπονούσε και υπέφερε μαζί του. ήθελε αυτός να μην σκοτίζεται και να μην λυπάται, να μην έχει καμιά στενοχώρια. υγεία, χρήματα, φαγητό, χάδι, συμπαράταξη, συμπαράσταση, προσοχή, το θέμα της ημέρας, το θέμα της κάθε συζήτησης και σκέψης, η πρώτη και η τελευταία διαδρομή του νου καθημερινά. πηδούσε σαν αίλουρος το πρωί από το κρεβάτι της, δροσιζόταν και στολιζόταν για να τον δει και να ζήσει δίπλα του το ένα τρίτο της ημέρας. πόσα τσιγάρα κάπνιζε μέχρι να δει το κόκκινο αυτοκίνητο να μπαίνει στην αυλή.. άκουγε τις ρόδες πάνω στα χαλίκια, το γνώριμο θόρυβο της μηχανής. και εκείνος ερχόταν μόνιμα νυσταγμένος και κουρασμένος και σχεδόν πάντα καθυστερημένος. και μετά …παφ, αυτή προσγειώθηκε ανώμαλα, κατέπεσε και τσακίστηκε. και τότε ξεκίνησε τη θεραπευτική της αναθεώρηση. έτσι δημιουργήθηκε το απατηλό βραχύβιο μικροκλίμα του συμφέροντος· δοκίμασε να πεί στον εαυτό της πως θα μπορούσε τάχαμ να χαίρεται μονόπλευρα, τουλάχιστον να έχει την αγκαλιά του. τον δικαιολόγησε πως τόσο μπορεί και τόσο κάνει. για πρώτη φορά της φάνηκε πως είδε την κατάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις. στο μεταξύ πίστεψε σε διαφορετικές εικόνες που διαδέχτηκαν η μία την άλλη: όσο εξακολουθούσε να τον θεωρεί έξυπνο, απέδιδε τη δυστυχία της στην απάτη. μετά άρχισε να αμφιβάλλει για την εξυπνάδα του. τότε απέδωσε τη δυστυχία της στη διάθεσή του να απομακρυνθεί από τη φορτικότητά της. και μετά τον θεώρησε λιγότερο έξυπνο και από το μέσο όρο και κατέληξε πως τόσο μπορούσε και τόσο έκανε. Αυτός δεν ήξερε καλά-καλά ελληνικά και συ πήγες να του μάθεις γαλλικά, είπε χαρακτηριστικά η Μαίρη. είχε τον τρόπο της να παρηγορεί την Έλλη: άρμεγε το τοπίο σουρώνοντας το σερί των γεγονότων, ικανότατη να πλάθει το μόρφωμα με καθαρά περιγράμματα, για τον εαυτό της όμως αφόρητα μυωπική.