όταν ήμουν μικρή, κάθε νύχτα Θεοφανείων περίμενα πώς και πώς να καταφτάσει στους αρμένηδες γείτονες η χορωδία της εκκλησίας τους για να ψάλλει με αγγελικές φωνές τα κάλαντα. δεν καταλάβαινα γιατί η μαμά μου τα έλεγε κάλαντα, κάπως με τα Χριστούγεννα μου τα μπέρδευε, αλλά δεν μου είχε πει ποτέ καθαρά ότι την επομένη, 7 Ιανουαρίου, είναι Χριστούγεννα για πολλούς ανθρώπους πάνω στη γη.

έτσι, αφού για πολλούς ανθρώπους στη γη τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν ακόμη και για πολλούς άλλους έρχονται τα Φώτα, συμπέρασμα: είμαστε ακόμη για τα καλά στις γιορτές, εμείς οι του νέου ημερολογίου διανύουμε το Δωδεκαήμερο, οπότε σκέφτηκα να σας γράψω μερικά που αναφέρονται σε έναν φοβερό κύριο των ημερών αυτών, τον Κάλχα ή Κάλκα, και σε μερικά άλλα συναφή με τα έργα και τις ημέρες του. τα κατέγραψε η μητέρα μου για να μην ξεχαστούν. κράτησα τη ροή του λόγου σχεδόν όπως είναι διατυπωμένη από την ίδια στο χαρτί, κανα δυό παρενθέσεις και μερικά κόμματα δικά μου είναι. μου λείπει η μαμά μου και μετανιώνω πολύ που όλο γκρίνιαζα όταν άρχιζε να μου λέει ιστορίες, δεν ήθελα να ακούω, έλεγα ότι είχα μεγαλώσει, και αργότερα που είχα μεγαλώσει πιο πολύ, τότε ήταν που τίποτε δεν ήθελα να ακούω, και αυτή είδε-απόειδε και μου τα έγραψε. η μαμά μου καταγόταν από το Πελλαδάρι της Προύσας, γεννήθηκε το 1925 στο Τσινάρι εδώ, στην οδό Στρυμώνος, αυτά όμως που γράφει ήταν έθιμα Πελλαδαρινά και γίνονταν στην Καρατζόβα, στη Φούστανη, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια και είναι θαμμένη.

«Όταν γεννιέται ο Χριστός μαζί γεννιούνται και οι καλικάντζαροι, τα απαίσια όντα της γης. Λένε πως ξεπηδάνε από τα βάθη της γης ροκανίζοντας ένα δέντρο. Αυτά είναι για να κάνουν όλο ζαβολιές, και οι άνθρωποι τα φοβούνται. Όλο μπαίνουν στα σπίτια, έτσι επίστευαν, από το τζάκι, μέσα από την καμινάδα του, επάνω από τα κεραμίδια των σπιτιών. Όταν μπαίνουν μέσα στο σπίτι όλα τα ανακατεύουν και η νοικοκυρά την άλλη μέρα τα βρίσκει όλα αναποδογυρισμένα, στο σαλόνι, στην κουζίνα και παντού. Κάποτε κάθονταν στο τζάκι ή γυναίκα του καντή, στα τούρκικα κατής ήταν ο δικαστής. Και ακούστηκε μια φωνή επάνω από το τζάκι και της λέγει «καντήνα.. παστουρμά γέρμισι; (στα τούρκικα τρως)» και η καντήνα απάντησε «γέριμ, γέριμ (τρώω, τρώω)» και ο καλικάντζαρος τότε της έριξε από την καμινάδα ένα κεραμίδι (το κεραμίδι με το μέγεθος και το χρώμα του μοιάζει με ένα κομμάτι παστουρμά). Οι καλικάντζαροι πάνε παρέες, παρέες, και έχουν αρχηγό τους τον μεγάλο καλικάντζαρο, τον «Κάλχα».

Τα Χριστούγεννα φτιάχναμε κουραμπιέδες, μελομακάρονα, που τα ονόμαζαν κρασάτα, και τσουρέκια. Ο καλικάντζαρος χτυπούσε ξημερώματα με ένα ξύλο τις πόρτες για να του ανοίξουν. Οι νοικοκυρές για να απαλλαχτούν από αυτά όλα που συνέβαιναν, έκαναν τα εξής: έβαζαν την νύχτα έξω από την πόρτα τους ένα σιταρικό, δηλαδή ένα κόσκινο που κοσκινίζουν το σιτάρι, και έλεγαν: «μέτρα Κάλκα κόσκινο, τρύπες κοκκινόσκοινο» και πίστευαν πως ο καλικάντζαρος θα ασχολούνταν με το μέτρημα και θα ξεχνούσε να μπει μέσα στο σπίτι. Μάζευαν και την στάχτη από το τζάκι, δηλαδή την χόβολη, έτσι την έλεγαν, κρύα, και την έβαζαν στις ρίζες από τα κούρβουλα, έτσι έλεγαν τους κορμούς από τα κλήματα, για να μπερδευτεί ο καλικάντζαρος με τη στάχτη. Έλεγαν πως οι καλικάντζαροι πήγαιναν στη ζύμη από τα χριστουγεννιάτικα τσουρέκια και έχωναν τη μύτη τους και εκείνα συνήθως δεν φούσκωναν κανονικά, έμεναν αλιπανάβατα. Την Πρωτοχρονιά η μητέρα μου, όπως ήταν το έθιμο, γέμιζε μια κότα, και ο μπαμπάς μου έβλεπε το κόκκαλο του στήθους της κότας και έλεγε «Καλή χρονιά, γεμάτος ο γεμιτζής».

Η μητέρα μου έφτιαχνε δύο πίτες με παρά, την μία, την μεγάλη, την έκανε επάνω ένα σταυρό. Ο μπαμπάς μου έκοβε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς με το μαχαίρι και μας μοίραζε τα κομμάτια της πίτας, πρώτο του Άη Βασίλη, ύστερα το δικό του, ύστερα της μαμάς, και κατά τη σειρά του καθενός και τελευταία έβγαζε το κομμάτι του σπιτιού. Την δεύτερη πίτα την έκοβε την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ύστερα από την λειτουργία της εκκλησίας. Οι πίτες ήταν με τυρί, αυγά και με λίγες τσιγαρίδες, είναι χοιρινό πάχος κομμένο σε μικρά κομματάκια και τσιγαρισμένο για αυτό τις λένε τσιγαρίδες, ήταν νοστιμότατες. Όταν βρίσκαμε όμως τον παρά, ήταν τυλιγμένος σε λαδόχαρτο καθαροπλυμένος και ο μπαμπάς μας τον έβαζε σε ποτήρι με λίγο κόκκινο κρασί και το πίναμε για το καλό του χρόνου.

Όλο το Δωδεκαήμερο δεν έβαζαν πλύση, ήταν λουσμένοι και καθαροί και δεν έκοβαν τα νύχια τους, και όταν γύριζαν από την εκκλησία με τις λαμπάδες αναμμένες φέρνοντας φως για να ανάψει η μαμά το καντήλι στο εικονοστάσι, ύστερα έπαιρνε η μαμά τις λαμπάδες και περνούσε τη φλόγα τους από τα νυχάκια των παιδιών και έλεγε

«Κάψε κάψε λαλαγκού και στα νύχια και παντού».

Είχαν έθιμο, η νουνά έστελνε στα βαφτισίμια της άσπρες λαμπάδες, για να τις ανάψουν που θα πάνε στην εκκλησία την ημέρα των Φώτων. Πρώτα έστελνε τις λαμπάδες για τα μεγαλύτερα παιδιά και τον άλλο χρόνο έστελνε …… σε ένα μεγάλο πιάτο που το τοποθετούσε επάνω σε μια άσπρη πετσέτα του φαγητού και εγέμιζε το πιάτο αυτό πρώτα με 2 πορτοκάλια, τότε ήταν της Χάιφας, διότι δεν είχε πολλά η πατρίδα μας και έκαναν εισαγωγή από το Ισραήλ. Έβαζε στο πιάτο και 2 λεμόνια, λίγες καραμέλες, λίγα κουφέτα, που είχαν στην μέση από ένα στραγάλι, και τυλιγμένο σε καραμέλα που γίνονταν κάτι σαν σγουρό, είχαν χρώμα λίγο ροζ και λίγο άσπρο. Έβαζε και κάτι στρογγυλά σαν μικρά κουλουράκια με στροφές κόκκινο και άσπρο χρώμα, και το έφερνε στο σπίτι η κόρη της. Όταν ήταν τα Φώτα δηλαδή τα Θεοφάνεια, πηγαίναμε στην εκκλησία για να (τα) φάμε (με) τις λαμπάδες της Νουνάς μας της Φανής.

Ύστερα από την εκκλησία πηγαίναμε με τις αναμμένες λαμπάδες στο σπίτι, η μαμά μας μας περνούσε από την κορυφή ως τα νύχια και έλεγε «κάψε κάψε λαλαγκού και στον κώλο και παντού» και περνούσε και από τα νυχάκια μας την φλόγα των Φώτων. Η μητέρα μου ύστερα από τις γιορτές έφτιαχνε ωραίους κουραμπιέδες και έβαζε στο πιάτο της νονάς και εγώ το πήγαινα πίσω στο σπίτι της.

Στο χωριό στη μέση της αγοράς ήταν ένα ποτάμι. Εκεί στη μεγάλη γέφυρα ….(λείπει) μετά τη λειτουργία της εκκλησίας μαζεύονταν όλοι οι χωριανοί και εκεί ο παπάς έριχνε το σταυρό στο ποτάμι. Και έπεφταν να τον πιάσουν οι χωριανοί, θυμάμαι τον Στρατή τον Βιρή και τον Λακρίζο, το όνομα του δεν θυμάμαι. Ύστερα έβαζαν τον ασημένιο σταυρό σε έναν δίσκο της εκκλησίας και έβαζαν και δάφνες γύρω από τον σταυρό και γύριζαν τα σπίτια, και έλεγαν «τον Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε εν της Τριάδας εφανερώθης προσκύνηση», το παρακάτω δεν το θυμάμαι, και τους έδιναν λεφτά…. Ο παπάς είχε το μπακίρι με ένα κομμάτι βασιλικό και άγιαζε τα σπίτια και του έδιναν χρήματα.

Την παραμονή των Φώτων οι γιαγιάδες έφτιαχναν λαλαγγίτες, τηγανίτες, και έτρωγαν τα παιδιά, αφήνανε και μερικές στο τηγάνι για να φάνε και τα καλικαντζαράκια και να φύγουνε να πάνε στα έγκατα της γης, γιατί είχαν αγιαστεί πλέον τα νερά. Και έλεγαν «φάγατε και φύγαμε και έφτασε ο μουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του, χόι – χόι – χόιχόι…». Και τα καλικαντζαράκια έφευγαν γρήγορα από το τζάκι.

Από αυτά που θυμάμαι.»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.