η περίεργη αίσθηση. το απομυθοποιημένο. τυχαία η λέξη της ήρθε στο μυαλό? αισθάνεται περίεργα, έξω από τον εαυτό της. ένιωσε έναν τρόμο στιγμιαίο που την παρέλυσε. ζαλάδα και αδυναμία να ανασάνει. όπως τότε πριν ενάμισυ χρόνο, που ξυπνούσε τα βράδυα τρομαγμένη. ανασηκώθηκε και άναψε το φως για να διώξει τον εφιάλτη. μπορεί κιόλας ο νους της να είχε κοιμηθεί.
και θυμήθηκε τη νύχτα της προχθεσινής Tετάρτης. είχε γυρίσει νυσταγμένη και ψιλοβαριεστημένη από το σπίτι της Λίλας. την άδειαζαν οι επαφές μαζί της. το μόνο ενδιαφέρον ήταν τα δυο είδη μακαρονάδας. και τα μπισκότα και το παγωτό και τίποτε άλλο απολύτως. ξάπλωσε να κοιμηθεί. και τί περίεργη αίσθηση! καθώς κουβάριασε και αγκάλιασε το σεντόνι πάνω στο στήθος της, την πλημμύρισε η βεβαιότητα πως αγκάλιαζε το όμορφο κεφάλι του. αισθανόταν τη ζεστασιά του, το βάρος του, την απαλή επιδερμίδα του, τα φιλιά του στο στήθος της. σκέφτηκε πόσο ευτυχισμένη ήταν εκείνο το βράδυ. και αποκοιμήθηκε. ίσως μόνον κλάσματα του δευτερολέπτου. και τότε άκουσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου ή μάλλον τη γένεση του κουδουνίσματος. κατόπιν το δυνατό ντριν από το μέσα τηλέφωνο και το γουργούρισμα της συσκευής δίπλα της. και έπειτα σιωπή. πετάχτηκε. άναψε το φως. κοίταξε το ρολόι: 4.00 το πρωί. ήταν σίγουρη πως ήταν εκείνος. έκλεισε το φως και κοιμήθηκε ευτυχισμένη. το άλλο πρωί ήταν βέβαιη ότι το ονειρεύτηκε. την πλησίασε το αγοράκι της. «τη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο μαμά. μόνο μια φορά».
Σάββατο 17 Aυγούστου 1991, 02:15
Υ.Γ. μία από τις δεκάδες μικρές ιστορίες ατομικής εξαπάτησης
έχω πολλά ντοσιέ με τέτοιες
όλα ένας μύθος με ημερομηνία λήξης δεν είναι τελικά;