όπως όλοι όσοι ανακατώνονται σοβαρά με δαύτα, τίποτε δε γράφω (με την αρχαία ή τη σύγχρονη έννοια της λέξης) απλά για να το κάνω, δεν βιοπορίζομαι άλλωστε από αυτά. πάντα κάτι σκέφτομαι και θέλω να το βγάλω από μέσα μου, καμιά φορά με βαραίνει πολύ και εξωτερικεύοντάς το ελαφραίνω, έτσι ώστε όταν τουλάχιστον εγώ θα αντικρίσω το τελικό αποτέλεσμα, αυτό να εικονίζει αυτό που είχα στο μυαλό μου την ώρα που το έφτιαχνα. τα αισθήματα και οι σκέψεις των ανθρώπων με απασχολούσαν από πάντα σαν θέμα και εξακολουθούν να με απασχολούν.
μέρες προσπαθούσα να απαλλαγώ από τη δυσκολία της έλλειψης μοντέλου. αναζητούσα στο διαδίκτυο μια οποιαδήποτε φωτογραφία που να πλησιάζει σε αυτό που ήθελα να στήσω στο καβαλέτο. κάποτε τη βρήκα, την έβαλα στο φωτοσόπ και την επεξεργάστηκα για ώρες, αφαιρώντας της κάθε ατομικό χαρακτηριστικό, κάθε χρώμα, κάνοντας τα περιγράμματα λεπτά σκοινιά ολόγυρα και προφάσεις, την έστρεψα οριζόντια, την πλάγιασα με χίλιους τρόπους, έσπασα τα μέρη της, τα ανεβοκατέβασα στον καμβά και πείραξα μεγέθη και διαστάσεις, μέχρι που μου φάνηκε ότι είναι πια κοντά σε αυτό που θέλω. κατόπιν τη μετέφερα στο τάμπλετ μου για να την έχω του χεριού μου και την έβαλα απέναντί μου. παρατηρούσα τους άξονες, το μοίρασμα των επιμέρους μορφών πάνω στην επιφάνεια και άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα την υποτάξω κι άλλο, έτσι που παρούσα μπροστά μου να μου υπενθυμίζει τη δυναμική που θέλω να δώσω στο έργο μου. κατόπιν πήρα τα μολύβια μου, τις λαστιχένιες σβήστρες μου, τη βούρτσα μου για να σκουπίζω τα σβηστρίδια και ξεκίνησα να τραβάω γραμμές και να διορθώνω και να απομακρύνομαι από το πειραγμένο φωτογραφικό μοντέλο μου υποχωρώντας σιγά-σιγά μέχρι να αγγίξω τη θέλησή μου.
καμιά ώρα μετά κρέμασα το αποτέλεσμα απέναντί μου και ..έμεινα άναυδη. κάθε αίσθημα που ένιωθα το είχε πάρει πάνω του το χαρτί. χωρίς να κάνω τίποτε γι´ αυτό, το χαρτί άρπαξε την ψυχή μου.
αφήνω το ουΐσκι μου μισοπιωμένο στη μπάντα, παίρνω το μπλοκ και ανεβαίνω να κοιμηθώ. το πρωί μόλις ανοίξω το παράθυρο στο φως, θα καταλάβω αν το αποτέλεσμα θα αντέξει στο χρόνο, αφού και νύχτα είδε και ήλιο θα δει.
ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί συνδέομαι έτσι περίεργα με το χρόνο, με το φως, με τον ήχο, με τη μυρωδιά, με το φούσκωμα της καρδιάς, με την αναβίωση των εικόνων. κάθε ένα τους ανήκει σε μια εικόνα. όλα μαζί συνυπάρχουν σε διαφορετικές ποσότητες και εντάσεις στην κάθε εικόνα και τη χρωματίζουν. γι αυτό τα χρώματα έχουν αποχρώσεις.
τρέξε,
να μην προλάβει να σε πάρει η μέρα..
μήπως το φως μιας νέας εικόνας, που δεν διαμορφώθηκε ακόμα, συγχωνεύσει τα χρώματα..
παρασκευή 12 απριλίου 2019