κατέβηκα στην Αθήνα το Μάη του 1979 για να ορκιστώ. είχα λάβει μέρος στις εξετάσεις των βυζαντινών στις αρχές του παγωμένου Γενάρη του 1979. ήταν οι πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις στην αρχαιολογική υπηρεσία, που γίνονταν μετά από πολλά χρόνια. εγώ ήμουν τσαμπιόνι στα κλασικά, βυζαντινά κουτσοκάναμε στο πανεπιστήμιο (ο Πελεκανίδης είχε αποθάνει και μόλις είχε έρθει ο στεγνός Βοκοτόπουλος που μας έκανε αρχιτεκτονική, από τον οποίο είχα πάρει τον μεγαλύτερο βαθμό που είχε βάλει, 8!!), δεν τα χώνευα κιόλας τα βυζαντινά. έλα όμως που οι εξετάσεις των βυζαντινών ήταν οι πρώτες, των κλασικών αχνοφαίνονταν στο μέλλον κι εγώ είχα τρελή ανάγκη για δουλειά. τελικά οι εξετάσεις των κλασικών έγιναν σε τέσσερις μήνες, Απρίλιο, και διορίστηκαν λίγο μετά από μας, το καλοκαίρι. άμα τόξερα, δεν θα πήγαινα στα βυζαντινά, όπου έπρεπε να ξεκινήσω σχεδόν από το μηδέν, σε αντίθεση με τα κλασικά που τα έπαιζα στα δάχτυλα, και καθηγητάρες είχαμε και γω ήμουν πολύ διαβαστερή περί τα αρχαιολογικά, τρίτο και τέταρτο έτος τότε κι όχι από την αρχή, έπαιρνα και υποτροφία.

ετοιμάστηκα σαν τρελή για τις εξετάσεις. σε ένα μήνα διάβασα ό,τι άντεχα, δεκάξι ώρες τη μέρα διάβαζα. προκριματικά στην ξένη γλώσσα στο υπουργείο προεδρίας. γαλλικά πουρ μουά και για καλή μου τύχη το προηγούμενο βράδυ είχα ξεσκολίσει έναν γαλλικό οδηγό για τον άγιο Λουκά και την επομένη έτυχε θέμα για τον αρχιτεκτονικό αυτό τύπο, όπερ το μάσησα εύκολα με την ιδιαίτερη ορολογία του. άκου trompes d’ angle! έτσι τσίμπησα το 16 μου και από τους 149 υποψήφιους μεταπήδησα στους 13! γράφουμε στο αμφιθέατρο του εθνικού αρχαιολογικού μουσείου, ακροβολισμένοι και επιτηρούμενοι. ενδέκατη. παρ´ολίγο απέξω, με βοήθησε η ιστορία της τέχνης, Ρέμπραντ και Ρούμπενς, δύο αντίθετες προσωπικότητες του βορρά, ο θάνατος του Μαρά του Νταβίντ, ο Δαβίδ του Μικελάντζελο και το ecce homo του Γκρέκο, και κάτι γενικά από τον Τσούντα, άλλο ένα δεκαεξάρι. γεμάτη αυτοπεποίθηση κοίταζα την οθόνη και οι κοντινοί μου με παρακαλούσαν Πες μου σε παρακαλώ, βουβή εγώ, δεν ήμουνα για τέτοια. δύο επιτυχούσες θυμάμαι, όνομα και μή χωριό, την ακριανή μου δεξιά, μετέπειτα συνδικάλα, που ξεφύλλιζε μετά μανίας στη ζούλα στα γόνατά της ένα βιβλίο για ζωγραφική, και μία ακόμη, εισέτι υπηρετούσα, που όρθια αντέγραφε τον Σκαμπαβία που καθόταν μπροστά της (αγαθό και καλόβολο πλάσμα ο Σκαμπαβίας, συναντιόμασταν πολύ συχνά τα επόμενα χρόνια, καταλήξαμε μαζί στο Όλυμπος-Νάουσα ένα μεσημέρι, ετοιμόγεννη εγώ, τρώγοντας σουτζουκάκια αλ´εζυπσιέν, ότι αν αποκτήσω αγόρι, θα το ονομάσω Νικηφόρο και αν κορίτσι Ειρήνη, γιατί αυτό το άγνωστο κυοφορούμενο με είχε βοηθήσει να κάνω ειρήνη με τον εαυτό μου και αυτό έπρεπε να φαίνεται στο όνομά του).

ήταν εξουθενωτική η παραμονή μου στην Αθήνα, είχα κατεβεί με τη μαμά μου και μέναμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο Εθνικό θέατρο. ζαλιζόμουν από το πολύ διάβασμα. τα βράδια βλέπαμε στην τηλεόραση του σαλονιού τα νέα για την ιρανική επανάσταση, φόβος και τρόμος ο Χομεϊνί, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας τον τόσο θάνατο. η μαμά μου με είχε βοηθήσει πολύ, ήταν συνέχεια πίσω μου, και τα βράδια με έβγαζε βόλτα. το Μεταξουργείο και η Ομόνοια ήταν αλλιώτικα τότε, δεν κινδυνεύαμε στα σκοτεινά.

ορκιστήκαμε σε ένα γραφείο του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, έτσι το έλεγαν τότε, ελάχιστα πράγματα θυμάμαι, όπως το φως που έμπαινε από το ολότοιχο παράθυρο και ότι αισθανόμουν πολύ σπουδαία και περήφανη. από τους συναδέλφους θυμάμαι την Αριστέα Καβαδία και τη Λίνα Στρατή με την οποία, ως μόνη προερχόμενη από τη Θεσσαλονίκη, επιστρέψαμε μαζί πίσω για να πάρουμε πράγματα για την επικείμενη πολύμηνη παραμονή μας στην Αθήνα για να κάνουμε την εκπαίδευσή μας. τότε ήταν που ταξίδεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου με αεροπλάνο. με βουλωμένα αυτιά έφτασα στην Αθήνα. πολλές φορές από τότε χρειάστηκε να τα έχω βουλωμένα.

μας συνέστησαν να κατοικήσουμε στον ξενώνα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στον τέταρτο όροφο ψηλά, όπου με 30 δραχμές την ημέρα περάσαμε μια χαρά ως το τέλος του χρόνου. ο ξενώνας είχε τρία δωμάτια σε μόνιμη λειτουργία. στο μπροστινό, που αντιστοιχεί στο κεντρικό από τα τρία παράθυρα της πρόσοψης, μέναμε εγώ και η Λίνα, στο γωνιακό με την Ομήρου συχνά-πυκνά ο Μανώλης Μπορμπουδάκης από την Κρήτη, κάποτε ένας ηλικιωμένος γερμανός αρχαιολόγος που είχε παίξει το ρόλο του στην κατοχή (θα το θυμηθώ το όνομα του ευσταλούς φαλακρού κυρίου κάποια στιγμή, πού θα πάει;) και ο Georges Ruzsa από τη Βουδαπέστη που είμασταν φιλαράκια, συνεννοούμασταν στα γαλλικά και πίναμε αβέρτα καφέδες στην υπέροχη πλατεία των Εξαρχείων. στο πίσω δωμάτιο έμεναν ο Νίκος Ζήκος με τον Κώστα Τσουρή, συμπατριώτες και συνάδελφοι στην Καβάλα.

μας φρόντιζε η πάντα χαμογελαστή κυρία Άννα που συμμάζευε τις ακαταστασίες μας και έστρωνε τα κρεβάτια μας. πολύ την αγαπούσα την κυρία Άννα που κατείχε το χάρισμα να δένεται με τους ανθρώπους. η βιβλιοθήκη ήταν από κάτω μας, αλλά πήγαινα σπάνια, με κατέθλιβε όλο αυτό το καφέ σκούρο. προτιμούσα να διαβάζω εφημερίδες, να πηγαίνω σχεδόν κάθε απόγευμα σινεμά (ω Βοξ αγαπημένο!), να τρώω μεσημέρια στο Κεντρικόν χαζεύοντας με θαυμασμό τον Κουν καθισμένο στη γωνία μπαίνοντας δεξιά και το βράδυ μεταμεσονύχτια στο Ιντεάλ με τους ηθοποιούς μου, που πιάναμε και κουβέντα καμιά φορά -ο Ζώρας Τσάπελης ήταν καλότατος και πολύ χαιρόμουν μου δεν έμοιαζε με τους ρόλους του-. Τα ελάχιστα χρήματα που απέμεναν από το μισθό μου τα μετέφραζα σε ένα αεροπορικό πηγαινέλα στη Θεσσαλονίκη το δίμηνο. Η Λίνα ήταν του σπιτιού, ξυπνούσε χαράματα και μπαινόβγαινε στο δωμάτιο ανοιγοκλείνοντας τις πόρτες με θόρυβο, κοιμόταν νωρίς, εγώ αργά και τσατιζόμουν κάθε πρωΐ με το θορυβώδες ξύπνημα, και όλο γκρίνιαζε που την άφηνα μόνη και έφευγα για να γυρίσω μεταμεσονύχτια. θύμωνε όταν της διηγούμουν τα φλερτ μου. μου άρεζαν οι άντρες, κακό είναι; τη ρωτούσα. ήταν κακό.

τις μη εργάσιμες ημέρες ανεβαίναμε στον τέταρτο όροφο της Εταιρείας με τα πόδια, για να μην διακινδυνέψουμε το ασανσέρ να μείνουμε μέσα, και χτυπούσαμε με το κλειδί μας τα κεφάλια των μαρμάρινων προτομών στις σκάλες ένα-ένα για να ανακαλύψουμε.. τον πιο έξυπνο από τους παλιούς αρχαιολόγους. τον πιο μελωδικό ήχο έκανε η κεφαλή του Καστόρχη. την απαγόρευση της χρήσης του ασανσέρ έσπασε η Όλγα Κακαβογιάννη, που επιχειρώντας να πάει στην κηδεία του Ορλάνδου, κλείστηκε τελικά μέσα και τέσσερις φορές ανεβοκατέβηκα τις μαρμάρινες σκάλες για να μπαινοβγάλω την Πυροσβεστική που ήρθε να τη σώσει..

τρίτη 13 ιανουαρίου 2015

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.