λέω να γράψω για τον άνθρωπο που τον κατάπιε το σύστημα. τον είδα και τόσο καυχησιάρικα ανόητο, έως χίλιες πολλές φορές, τον εκμεταλλεύτηκε και τον πέταξε στη μπάντα η υπόκωφη αλητεία.
θα γράψω και για την αίσθηση του τελειωμένου χρόνου, που μου τον θυμίζει κάθε φορά η πεζοπορία μου στους δρόμους της πόλης. τους ξέρω απέξω αυτούς τους δρόμους, τα ονόματα των μαγαζιών μόνον αλλάζουν συχνά και με μπερδεύουν. και βλέπω γύρω μου ανθρώπους που γνώρισα, που συνάντησα κάποτε και για κάποιο λόγο σχετίστηκα μαζί τους. έχουν όλοι τους γεράσει. έτσι, που αναρωτιέμαι μήπως και ο καθρέφτης μου μου λέει ψέματα ή μήπως τυχόν και τα ‘χασα και δεν νετάρω στο θέμα. νομίζω πως συναντώ γύρω μου πολλές γενιές ταυτόχρονα, ενώ θα έπρεπε να συναντώ μόνο δύο, ένα εξηκονταετές άνοιγμα δηλαδή που να χωράω μέσα. είναι νέοι πολύ που μεταλλάσσονται σε μία από τις επόμενες βόλτες. δεν μακαρίζω τη νεότητα, αντίθετα νομίζω πως, ενώ έχει χρόνο μπροστά της να ζήσει, θα ζήσει λιγότερο από ό,τι οι γέροντες παλιοί γνωστοί.
και το νερό κυλάει και όλα είναι μαλακά και φορμάρονται σε νέα σχήματα ακατάπαυστα, η τόση απορία και η τόση ύπαρξη μαζί είναι ένα πραγματικά θαυμάσιο γεγονός. περπατώντας ξέχασα για ποιον ήθελα να γράψω, το ότι τον κατάπιε το σύστημα καθόλου δεν με βοηθάει να τον θυμηθώ, πολλούς καταπίνει αυτό. έτσι θα πλάσω πηλό και θα τον βάψω ίσαμε τυχαία να μοιάσει με κάτι, που θα του δώσω όνομα μετά. για το όνομα θα δουλέψουν η γη, το νερό, τα δάχτυλα, τα χρώματα, το φως απ´το παράθυρο, συννεφιά ή ήλιος αναλόγως, ο ξερός αέρας, οι ήχοι έξω και μέσα από το τζάμι, το βούλιαγμα της δικής μου ακαθόριστης αγωνίας στον βουβό πάτο του νου, η νύχτα που έρχεται, εκείνος που βιάστηκε να φύγει, τα λουλούδια στο βάζο, κίτρινα σήμερα..
πολύ μου άρεσε!!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο