εισαγωγή χαρίεσσα με θεωρητικολογίες ποσοτικά επαρκείς: εσύ Εύα, εσύ Ματούλα, φορμάρεται η πλάνη; ποια είναι αυτή; είναι η εικόνα που νομίζεις ότι βλέπεις χωρίς να τη βλέπεις στ´αλήθεια. αντικατοπτρισμός μιας ιδανικής όψης που δημιούργησες πόντο-πόντο από γεννησιμιού σου. πήρες επιλεκτικά ό,τι θα ήθελες να έχεις και ό,τι σου έλειψε και ό,τι νόμισες πως σου είναι απαραίτητο, και έφτιαξες το ομοίωμα της τέλειας επιθυμίας ή το τέλειο ομοίωμα της επιθυμίας. μετά το ακούμπησες στο τραπέζι και άρχισες να το γυροφέρνεις ασταμάτητα και να συγκρίνεις με αυτό κάθε πρόσωπο, μορφή, ενέργεια και συναίσθημα που έρχονταν στο δρόμο σου. κατάλληλο για σένα όρισες ότι θα ήταν ό,τι αντιστοιχούσε ακριβώς ή με μικρές μόνον παρεκκλίσεις στο εκτιθέμενο πρότυπο· κάθε τι άλλο θα ήταν απορριπτέο.

στη διαδρομή σου, γεμάτη από αγωνίες, συνήθως αφελείς, τα ολόιδια δεν τα συνάντησες -μιαν αλήθεια που με μπόλικη πίκρα αντιμετώπισες από τις πρώτες κιόλας διαπιστώσεις-, και τα σχετικά ήταν λίγα και ελαστικά -οι ονειροπολήσεις σου επέφεραν μικρές βελτιώσεις-. η μετριοπάθειά σου σε συμβούλευε να μην περιμένεις. αυτή σου την κίνηση την ονόμαζες στις μαύρες σου έκπτωση ή σκόντο ή νερό στο κρασί σου, ωστόσο γενικά ήσουν ικανοποιημένη με τη διαλλακτικότητα και τη διορατικότητά σου.

εκπτώσεις και σκόντα και νερά διαχρονικά συνωστίζονταν, όπως και οι κουβεντούλες με έμπιστες φιλενάδες, οι οποίες το θεωρητικόν μέρος του πράγματος κατείχαν άριστα. καταλήγατε στο ότι είναι και ζήτημα τύχης τελικά, κι αν την έχεις, όλο και κάποιος θα πέσει πάνω σου και -από κουταμάρα θες, από καρτερία θες, γιατί δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει; εντυπωσιασμένος τάχαμ από την προσωπικότητά σου, στο μέγεθος της οποίας δεν είναι συνηθισμένος; κλπ, κλπ- , θα μείνει μαζί σου για χρόνο κατά προτίμησιν πολύ.

ήρθε το συναπάντημα, ο χρόνος μετράει από τώρα: διακρίνεις αμέσως ότι προσομοιάζει στην πλάνη σου -πρότυπο είπαμε την ονομάζεις- και αρχίζεις πρόσθετα τις ασυνείδητες, διορθωτικές και προωθητικές κινήσεις ντύνοντάς τον με όλα τα στολίδια που θα ήθελες να έχει. μιλάς στην γλώσσα σου και νομίζεις πως σε καταλαβαίνει επειδή τον βλέπεις να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι ή επειδή σε κοιτάει με τα μάτια του άδεια. τούτον τον αυτοκράτορα των ινδιάνων με τα πολλά κοσμήματα και τα φτερά και το χρυσό του σκήπτρο, που με απλοχεριά εφοδίασες χωρίς να σου τα ζητήσει, που νομίζεις ότι αρμόζουν στο ανεκτό σαρκίο του, που πανηγυρίζει εντός του για την τύχη του να σε παίζει με δυο δάχτυλα και που σηκώνει με μεγαθυμία, σεμνότητα και συστολή τα φρύδια του εκτός του, τούτον τον αυτοκράτορα εσύ τον ερωτεύεσαι. επιτέλους ένας βασιλιάς δικός σου μέσα στην άδικη καθημερινή πεζότητα του βίου, όπου με τόσο κόσμο συναγελάστηκες μα κανείς δεν σε εκτίμησε όπως σου αξίζει.

έτσι κάθε μέρα ζητάς κάτι περισσότερο από τον άρχοντά σου, άυλο μάλλον γιατί τα υλικά ζητούμενα συνήθως Ναι, Όχι και Μπορεί επιδέχονται για απαντήσεις. ως βασιλιάς όλα τα μπορεί και όλα τα αντιλαμβάνεται. το ζήτημα βέβαια είναι ποιες είναι ακριβώς οι βασιλικές δυνατότητες -πηγαινοέρχεται όσο νάναι ο κλονισμός μέσα σου-, ωστόσο ο άρχοντάς σου είναι υπέροχος και κυριαρχεί.

μα σε λίγο οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν ή δεν επιθυμεί να καταναλώνει άλλες ή μουδιάζει το μυαλό του από τη σύγχιση. σαν σωστά υποταγμένη που είσαι, τον βοηθάς και πάλι να αποδειχθεί άξιος των προσδοκιών σου. είναι αγαθό συναίσθημα και ιερή υποχρέωση να δίνεις ένα χέρι στις δύσκολες ώρες, έτσι δικαιολογείσαι, και συνεχίζεις να σπρώχνεις. μα κάποια στιγμή, κάποτε, αυτός αρχίζει να πηλαλάει τις σκάλες, φτάνει στο ισόγειο και το βάζει στα πόδια. και τρέχεις ξωπίσω του, και φωνάζεις Καλέ στάσου, πού πας και με αφήνεις τώρα που δεν έχω μάθει να ζω χωρίς εσένα;

απότυχες ξανά. ούτε αυτός ταιριάζει στην πλάνη σου. άλλος ένας προστέθηκε που δεν σε εκτίμησε όσο σου αξίζει, άλλος ένας που είχε το θράσος να διαφέρει τόσο πολύ από το ποθητό αγαθό σου, ή στη χειρότερη, σε ξεγελούσε τόσον καιρό για να περνάει καλά.

μηδενική η αντίληψη της πραγματικότητάς σου… σαν τον Προκρούστη το ληστή τον τραβολογούσες να ταιριάξει στο κρεβάτι σου με τις διαστάσεις που σου υπαγόρευε η προσωπική σου αίσθηση ιδανικής αναλογίας. είχε όμως υπομονή και περίμενε; δεν είχε τί άλλο καλύτερο να κάνει και υπέμενε; σε φοβόταν και κρυβόταν; πιθανή διαφορά σου από τον μυθικό ληστή ήταν το μαζοχιστικό σου συναίσθημα την ώρα της προσπάθειας: εκείνος έτριβε τα χέρια του από χαρά όσο δούλευε, εσύ έβαζες τα κλάματα γιατί το αποτέλεσμα αργούσε να έρθει.

τη στιγμή που ένιωσες ο ληστής, φόρεσες στο τρυφερό σου χέρι γάντι χοντρό για να γρονθοκοπήσεις τη βιτρίνα, που από μέσα της κοιτάζεις τον κόσμο από πάντα. η κίνησή σου είναι αργή, βαριά και με συνέπειες. μέσα σου νιώθεις σφοδρή αναταραχή, τέτοια που την ήξερες από παλιότερα, από τότε που ωθούσες το βασιλιά σου να ανεβεί τη σκάλα των προσδοκιών σου, γέρνοντας μονόπαντα με ταχείες εναλλαγές, πότε στην μιαν άκρη με την ευτυχία και πότε στην άλλη άκρη με τη θλίψη. αυτός ο ανίκανος, ο παρασυρμένος, απατεώνας και γελοίος, ανάξιος και καλοπερασάκιας, μουλωχτός και στρείδι, απόδειξε ότι χρησιμοποιεί και τα δυο του πόδια όταν στέκεται· παίρνει τη ζωή όπως έρχεται, η προσωπική του αίσθηση ιδανικής αναλογίας εκκινεί από λιγότερες ή υπεραπλουστευμένες απαιτήσεις και, όταν μπουχτίζει, το σκάει. εσύ η Ματούλα του δημοτικού, εσύ η Εύα με το πτυχίο, τώρα διακρίνεις το γυάλινο κλουβί σου. εκείνος γεμίζει τα πλάνα και δίνει ελαφρυντικά στις πράξεις σου.

ήταν η δεκαετία του ´90, πού να θυμάμαι τώρα..

Μια σκέψη σχετικά μέ το “μυθιστορία της πλάνης

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.