αντάμωσαν ο τρόμος με τον έρωτα, η ύλη εγκαταλείφθηκε εύκολα, η ζωή συζητήθηκε στιγμιαία, ένα φύλλο νάιλον στρώθηκε πάνω σ´ ένα κομμάτι πράσινης γης που μαράθηκε σιγά-σιγά κάτω από το σώμα μου, λούστηκα με τα κορίτσια στη σειρά μπροστά στην κρύα βρύση με θεατές τους νεαρούς της γειτονιάς, τα μπράτσα συναντήθηκαν με τις ψυχές, ο άγνωστος νέος έγειρε πάνω μου και με σκέπασε τα χαράματα, ο Στάθης ο κουρέας μου έστρωσε το πλαστικό πανωφόρι του να μην κρυώνω τις νύχτες, τα σάπια ροδάκινα, την κονσέρβα Δίας και την κουραμάνα από τα ρέο έφαγα μαζί με τους άλλους, τον Γρηγόρη τον γυψά, που απόρησε ξυπνώντας το πρωί με τα χαλάσματα, περιγέλασα.

να προβάρω το φουστάνι που μου έραβε η μάνα μου ετοιμαζόμουνα και στο Φαντάζιο διάβαζα πως ο Βιβάλντι γεννήθηκε όταν η δική του τρόμαξε από ένα σεισμό. κι αμέσως θυμάμαι να στέκομαι κάτω από την πόρτα, να βλέπω τους τοίχους γύρω μου να σχίζονται, να πηδάω από το παράθυρο στο πεζοδρόμιο, τα ηλεκτροφόρα καλώδια να συγκρούονται από πάνω μου, η απέναντι σκάλα να σωριάζεται με γδούπο, η κοκκινόσκονη να φωτίζεται πιο κόκκινη από τις σπίθες, οι κραυγές των γειτόνων που πιστεύουν στο θεό να λιώνουν το μυαλό μου, το παραπέτο του σπιτιού μου να γκρεμίζεται, τη μάνα σα μαύρη σκιά να πιλαλάει πάνω στα χαλάσματα, το μπουλούκι να ανηφορίζει μισόγυμνο την Κρέσνας να βρει ξέφωτο να φυλαχθεί, τα τζάμια του Ευκλείδη να τρίζουν όλη νύχτα, η ανησυχία να φωλιάζει στην ψυχή ολονών την ώρα που μαθεύεται ότι έπεσε η πολυκατοικία, ο γυμνασιάρχης μου να απόλλυται μαζί της.

και το ξημέρωμα ο μεσήλικας έμπορας με το φανελάκι, θυμάμαι, λουσμένος στον ιδρώτα της ευκαιρίας, να γεμίζει από τη βρύση του μαγαζιού του το μπουκάλι δυό δραχμές στους διψασμένους που όδευαν άναρχα τη λεωφόρο Στρατού, τον καταδίκασα για πάντα μέσα μου, τα τελευταία χρήματα του σπιτιού μου να γίνονται αντίσκηνο θυμάμαι στο πολυκατάστημα, που θησαύρισε από την ανάγκη, το πεύκο να δακρύζει πάνω του και να το ρημάζει, το πρώτο φως της μέρας να κάνει τη ζέστη μέσα του αφόρητη, το χαντάκι που σκάβω γύρω του με ένα σκεπάρνι να διώχνει τα νερά της καταιγίδας τη νύχτα του δεκαπενταύγουστου.

οι δαντέλες και τα κεντήματα να παίρνουν και δίνουν γύρω μου τα απογεύματα, θυμάμαι, τα κόκκινα, κίτρινα και πράσινα σπίτια να χαρακτηρίζονται ανάλογα και με τα συμφέροντα της πολιτείας, το χωριό με παράγκες από χαρτόνια και σανίδες να γεννιέται λίγο-λίγο στο Πεδίο του Άρεως και να διασκεδάζει με το μουντιάλ τα βράδια, οι κιθάρες, τα τραγούδια και οι αγκαλιές να συμβαίνουν μόλις ο φόβος κατακάθισε, οι έρωτες να ζουν ή να πεθαίνουν εκείνο το καλοκαίρι.

κι έπειτα, το σπίτι μου να επισκευάζεται χωρίς να γίνει όπως πριν, να φτιάχνω σοβάδες και να βάφω, αφού δεν υπήρχαν άλλα χέρια στο σπίτι και τα λεφτά είχαν ξανεμιστεί, να γιορτάζω την επιστροφή στην εστία μαζί με τα γενέθλιά μου στις 21 Νοεμβρίου. τα κομμάτια της ρημαγμένης πόλης να κείτονται στους δρόμους όσο που γίνηκαν σκόνη, τους κοντά πενήντα χαμένους να γίνονται κι αυτοί ανάμνηση θυμάμαι, τα ασημένια κουταλάκια να μην έχουν βρεθεί στα βουνά των ερειπίων στο Καυταντζόγλειο, η μηχανή να ξεκινάει να δουλεύει για να γυρίσουν όλα πίσω σύγχρονα και ασφαλή, εγώ να ξεκινώ να δουλεύω, γρανάζι της.. ζωές που άλλαξαν την ώρα που σταμάτησε το ρολόι στη στοά Μαλακοπή τη νύχτα της 20ης Ιουνίου 1978..

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.