ήταν Μάης του 1978. μόλις δύο μήνες πριν είχα αποφοιτήσει από το Τμήμα Αρχαιολογίας και Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. ήθελα πολύ να επισκεφτώ την Αθήνα με τα καινούργια μου αρχαιολογικά μάτια. πήγα με τη μητέρα μου ένα πολυήμερο ταξίδι τις μέρες εκείνες που στην πόλη μου είχαν ξεκινήσει οι προσεισμοί, μα διάβαζα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα περίπτερα και δεν έδινα καμιά σημασία, γιατί δεν ήξερα. ήμουν ολότελα στραμμένη στο προσκύνημα της αρχαίας Αθήνας, ήξερα τί θέλω να δω ζωντανό από κοντά και τα είχα οργανώσει όλα με κάθε λεπτομέρεια πριν την αναχώρηση.
η μητέρα μου ήταν εξαιρετικά φιλότεχνη και μου είχε φυτέψει το σαράκι της αρχαιογνωσίας και της φιλομάθειας από τότε που με πήγαινε, κοντά δέκα χρονώ εγώ, στο καινούργιο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης. εγώ πάλι διασκέδαζα τρέχοντας γύρω-γύρω από κείνες τις δύο πισινούλες δεξιά και αριστερά της εισόδου, επενδυμένες με γαλάζια πλακάκια που χρωμάτιζαν το νερό τους. πολύ αργότερα μπαζώθηκαν και έγιναν παρτέρια, μάλλον γιατί κάποιος θα είχε πέσει μέσα, και σήμερα τίποτε δεν τις θυμίζει. μου άρεζε πολύ, κρατούσα τα χέρια οριζόντια για ισορροπία σαν τους ακροβάτες στο σκοινί και τους γυμναστές στη δοκό, εγώ νόμιζα ότι ήμουν αεροπλάνο και γύριζα βουουου γύρω από τη δεξιά ιδίως πισίνα που λίγο απείχε στο ένα άκρο της από το κενό. εκεί αργότερα βάλανε κάγκελα για να μη σκάσει κανείς στις πλάκες κάτι μέτρα από κάτω.
είχα πάντα μου μεγάλο πρόβλημα με την ισορροπία. στην ανασκαφή ζητούσα βοήθεια να με κρατάνε με τη σανίδα στα τριάντα εκατοστά, ούτε λόγος για ψηλότερα. ήμουν διάσημη για τις ζαλάδες μου. σκεφτόμουν μήπως απόκτησα το κουσούρι μετά από κείνο το αεροπλανικό ανάμεσα στη δεξαμενίσκη του μουσείου και το κενό.
στην Αθήνα πέρασα υπέροχα. μου άρεζε πολύ να κάνω μάθημα αθηναϊκής αρχαιολογίας στη μαμά μου κι αυτή να με ακούει με προσοχή. ήταν άνθρωπος δοτικός η μαμά μου. η σύνταξή της ήταν τόση δα, αλλά δεν ήθελε να μου λείψει τίποτε. μέναμε σε ένα ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο κι από κει ανηφορίζαμε την 3ης Σεπτεμβρίου. πηγαίναμε παντού με τα πόδια, Μεταξουργείο – Ακρόπολη ας πούμε. για τον Πειραιά μόνο παίρναμε εκείνο το ξύλινο τρενάκι του ΗΣΑΠ. και μετά Καστέλλα και Τουρκολίμανο. μέρες και ώρες. είδα τον κόσμο όλο συμπυκνωμένο στις μέρες και τις ώρες αυτές. ό,τι με είχε γοητεύσει ως τότε, από το ελληνικό σινεμά ως τις παιδικές μου φαντασιώσεις, ήταν σ´ αυτό το ταξίδι συγκεντρωμένο.
οι φωτογραφίες του ταξιδιού έπρεπε να τακτοποιηθούν προσεκτικά. είμαι πολύ της τακτοποίησης γενικά. οι φωτογραφίες ήταν κάτι πολύτιμο τότε, πολυτιμότερο από ό,τι σήμερα που τραβάμε και πετάμε εκατοντάδες. τότε κόστιζε η φωτογραφική μηχανή, κόστιζαν τα φιλμ, ανάλογα με τα ASA τους, πολύ τα έγχρωμα, λιγότερο τα ασπρόμαυρα, κόστιζε η εμφάνιση και η εκτύπωση αρκετά και κρεμόσουν πάντα από τη δουλειά του φωτογράφου στον σκοτεινό του θάλαμο. η λέξη «υπερέκθεση» είχε τότε άλλη σημασία από τη σημερινή. δεν υπήρχε κιόλας η πολυτέλεια της διόρθωσης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. έτσι, όταν βλέπουμε με παρέα παλιές θολές ή υπερφωτισμένες φωτογραφίες, εμείς που τις τραβήξαμε καταλαβαίνουμε μόνο τί βλέπουμε.
τότε ακόμη δεν φωτογραφίζαμε περιβάλλοντα χωρίς να μας περιέχουν. αυτό είναι σημερινό αγαθό. στις 36 λήψεις που μπορούσες να πάρεις με ένα φιλμ, μπορεί να πετύχαιναν οι μισές ή λιγότερες, οι άλλες «καίγονταν» ή «έπαιρναν φως» ή μάγκωνε το καρούλι, στα χρόνια μου φυλαγμένο σε κασέτα. οπότε πολύ σε ένοιαζε να ποζάρεις κι εσύ, εάν ήταν δυνατόν σε κάθε λήψη. εγώ είχα κάνει στο ταξίδι μας την ..υπέρβαση. λίγες εγώ και η μάνα, πολλές το περιβάλλον. για να θυμάμαι..
είχα λατρέψει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Για τα άπειρα εκθέματά του, όλα εκτιθέμενα με την τότε μουσειογραφική αντίληψη, ειδολογικά και κατά παράταξη. η υποταγή αρχαίων αντικειμένων σε συγκεκριμένη θεματογραφία, ώστε να μένει στον επισκέπτη και μια γνώση πέρα από την εντύπωση, χρησιμοποιήθηκε στα μουσεία μετά το 1985. το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ήταν το πρώτο που λειτούργησε εφαρμόζοντας, θεαματικά και επιτυχημένα, τη νέα αντίληψη στον τρόπο της έκθεσης.
η καθημερινή ζωή των ανθρώπων πάντα με συγκινούσε και με συγκινεί, πώς ζείται αυτή η ζωή και πώς παλεύεται. της παλιάς ζωής τις εκφάνσεις παρακολουθούμε μέσα από τη μεταθανάτια κατοικία των ανθρώπων, είτε γιατί ήταν τέτοιες οι ταφικές πρακτικές, είτε περισσότερο γιατί το κουτί του τάφου επιχωματώνεται ή καταπλακώνεται με το πέρασμα των αιώνων, όμως σπάνια κατακρημνίζεται. έτσι διατηρούνταν στη θέση του απείραχτο το περιεχόμενό του. στα σπίτια του πάνω κόσμου αυτό θρυμματίζονταν κάτω από τις πεσμένες στέγες ή ανακυκλώνονταν ή κλέβονταν ή παραδίδονταν στους κληρονόμους αλλάζοντας μορφές και ιδιοκτήτες.
ο οριστικός αποχαιρετισμός κλειδώνονταν με μια σκαλιστή ή ενεπίγραφη πλάκα πάνω στο μνήμα. σήμερα δεν το κάνουμε αυτό καλά. μια πορσελάνινη φωτογραφία, το ονοματεπώνυμο, δυο ημερομηνίες για να κάνεις αυτόματα την αφαίρεση και να οικτίρεις εσύ ο περαστικός πολύ ή καθόλου τον πεθαμένο που μακροημέρευσε ή όχι, και στην καλύτερη, οι εξέχοντες, ένα μικρούτσικο επίγραμμα. η γλυπτική τέχνη κοστίζει πια για να κοσμήσεις παραπάνω την τελευταία κατοικία καθώς εξέλιπαν οι οικογενειακοί τάφοι μαζί με την αντίληψη για τη μέλλουσα ζωή του τεθνεώτος που έχει αλλάξει. με λίγα λόγια εξέλιπαν οι λόγοι για ένα αθάνατο μνήμα και όλα βολεύονται με ένα μαρμάρινο βάζο της κακιάς ώρας και ένα μάτσο πλαστικά λουλούδια. η Σοφία Αφεντάκη έτυχε να ιστοριοποιηθεί.
τριάντα χρόνια αργότερα πρόσθεσα στη συλλογή μου των επιτυμβίων το μνήμα του Νουρέγιεφ στο Περ Λασέζ που με την πολυχρωμία του άφησε πίσω την προσπάθεια των γλυπτών να μαλακώσουν τα κρύα μάρμαρα παριστάνοντας ένσαρκα σώματα. το 1978 στην Αθήνα ξεκίνησα να μαζεύω όλες εκείνες τις τρυφερές ανθρώπινες εικόνες με τις μορφές που εξέρχονται από την όρθια μαρμαρόπλακα, εκείνες των πρωταγωνιστών, που προβάλλουν δυνατά και απαιτητικά καθισμένοι στις καρέκλες τους και στα σκαμνιά τους και στηριγμένοι στα μπαστούνια τους ή τα όπλα τους, και εκείνες τις υποχωρημένες, των δούλων, των δένδρων και των κλαδιών. νέοι, βρέφη, γέροι, μάνες, γονείς, παιδιά, στρατιώτες. όλοι ίσοι μπροστά στο θάνατο και αψεγάδιαστοι.
αυτή τη συλλογή των εικόνων, μόλις επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη, την είχα τακτοποιήσει με λαχτάρα σε μικρό ντοσιέ πάνω σε μαύρο χαρτόνι και με λευκό παστέλ είχα γράψει τα κείμενα. στις φωτογραφίες που είχα τραβήξει μόνο δυο-τρεις ανάμεσά τους ήταν του εμπορίου. τις πληροφορίες τις είχα αντιγράψει από τις πινακίδες τους στο Μουσείο μαζί με τον αριθμό ευρετηρίου.
σε λίγες μέρες έγινε ο μεγάλος σεισμός. ξαναβρήκα το ντοσιεδάκι το 2016. χαίρομαι να τα αναπαράγω εδώ..












































