ήρθε κάποτε στο γραφείο μου εκείνος ο παλιός συνάδελφος. πρώτη φορά ήταν που ήρθε και στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα απέναντί μου. έβγαλε από τη γδαρμένη δερμάτινη σχολική του καφετιά τσάντα τρία ανάτυπα για έργα που παλιά είχε παλιά επιβλέψει. τώρα ήταν πια ένας καθηγητής πανεπιστημίου.
προγέρων άσχημος ξερακιανός, αρπακτικό που άδραχνε ενστικτώδικα την παραμικρή ευκαιρία που τον εξυπηρετούσε. άρπαζε δουλειές άλλων για τα αρθράκια του, κεράσματα τα πάντα όλα για διαλειμματάκια με χαχανητά και σεξοσυζητήσεις λαϊκατζίδικες. κερασμένα ουζάκια με πολλά συνοδευτικά, ιδίως κυνηγώντας τους μόλις υποστηρίξαντες υποψήφιους διδάκτορες, ωθώντας τους με πάθος να τον τραπεζώσουν ατσιγγούνευτα, για να μασάει με δέκα μασέλες. κολακείες κοριτσιών για να περάσουν το μάθημά του στις οποίες απαντούσε με πικάντικες φιλοφρονήσεις και χι χι χι μικρογελάκια. εκείνα που τάνυζαν τις ρυτίδες γύρω από το στενό του στόμα με τα ανύπαρκτα κίτρινα χειλάκια και μίκραιναν κι άλλο τα μικρούτσικα καστανά του ματάκια. φορούσε παλιομοδίτικο καφέ κοστούμι με στενά μπατζάκια, άσπρο πουκάμισο που κρυβόταν ερμητικά κάτω από το χιλιοφορεμένο σακάκι που γυάλιζε από το χρόνο, γραβάτα στενή και μακριά θαρρείς του ´50, ριγέ κάλτσες που είχαν ανοίξει τρύπες μπαινοβγαίνοτας στα γδαρμένα και λασπωμένα κόλλετζ παπουτσάκια. γελούσε ξεκαρδιστικά ρουφώντας αέρα με ομαδούλες τριπλών εισπνοών και άφηνε να ακούγεται εκείνο το υποκριτικό κχχχ κχχχ
το παράθυρο έβλεπε στον δημόσιο δρόμο, με ένα ήσυχο πεζοδρόμιο από κάτω του, μισάνοιχτο πάντα, σχεδόν έτοιμο για να πηδήξεις και να το σκάσεις. εκείνος μου διηγούνταν για πολλοστή φορά το μίσος που έτρεφε αιώνες τώρα για κάποιον επιτυχημένο κοινό μας γνωστό, έναν κύριο αδιάφορο μάλλον σε μένα, που ωστόσο αναγνώριζα ότι αν πρόσεχε τις συμπεριφορές του, θα είχε εύκολα πετύχει να είναι ευρύτερα αγαπητός. μα δεν τον ένοιαζε να είναι, η μπάκα του τον ένοιαζε μόνο, η μπάκα και η κονόμα. το πιο λάθος πλασάρισμα εαυτού έβερ.
ο κύριος καθηγητής τον μισούσε βαθιά, έτσι όπως μισούσανε παλιά και όχι όπως μισούμε σήμερα επιδερμικά. όσες φορές μου είχε μιλήσει για την αντιπάθειά του αυτή, δεν είχα καταλάβει τί είχε συμβεί ώστε να αξίζει εκείνος ο μάτσο τύπος τόσο μίσος. σήμερα υπομόνεψα για τα τρία ανάτυπα, τις άλλες φορές τον είχα ανεχθεί από περιέργεια πρώτα και μετά γιατί είμαι ευγενής και κατέβαζα τα στόρια στα αυτιά μου.
Δε με πιστεύεις πόσο τον σιχαίνομαι, ε; με ρώτησε σχηματικά. Να σου το πω αλλιώς: να εδώ, κάτω στο πεζοδρόμιο να ψυχορραγεί για μια ανάσα, εδώ μέσα εγώ θα τον χαζεύω από το παράθυρο. Κι αν μου πει Φτύσε στο στόμα μου να ζήσω, τότε θα κλείσω τα τζάμια.
τα πλήρωσα ακριβά τελικά τα τρία ανάτυπα..
Επιτύμβιον
Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Μαν. Αναγνωστάκης, ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970).