ήταν γέρος πριν την ώρα του, κοντούτσικος, ξεδοντιασμένος, πατημένος, το όνομά του δεν είναι αυτό, το έβγαλα από το μαργιόλος, του πάει.. πουλούσε στις λαϊκές πράγματα απ´το χωριό του από δω παραέξω. στη δουλειά του ήταν αδιάφορος, το ένα πόδι βρωμούσε μέχρι να σκώσει τ´ άλλο, αν και όλο ναι και ναι ήτανε. «μπράβο βρε Μαργιολά» του κράζανε οι συνάδελφοί του για να σπάνε πλάκα που φούσκωνε στα παινέματα. ήθελε να είναι γόης, το έχουν αυτό οι έχοντες προδιαγραφές και προπάντων οι μη έχοντες.

το εργοτάξιο είχε τηλέφωνο, ένα πράσινο, ελεύθεροι είμασταν να τηλεφωνούμε. είδε – ξαναείδε ο εργολάβος φουσκωμένους λογαριασμούς, έβαλε κλειδαριά στο μηδέν.

από κει και μετά πάντα κλειδωμένο υποτίθεται πως ήταν το καντράν, αλλά και σε μένα είχε την ευγένεια το συνεργείο να δείξει πώς παραβιάζεται η κλειδαρίτσα με ένα συνδετήρα. την είχα παραβιάσει δυο τρεις φορές για να πάρω στο γραφείο, άλλωστε τότε δεν έπαιρναν οι συνδρομητές αναλυτική κατάσταση κλήσεων και σιγά να μην έτρεχα να τηλεφωνήσω στα παρακείμενα βρωμερά κτελ της Καβάλας.

τις νύχτες ο Μαργιολάς πήγαινε στην παράγκα. ήταν μεγαλούτσικη η παράγκα με μεγάλη τζαμαρία μπροστά που έβλεπε το οικόπεδο και τη Λαγκαδά. χωρισμένη στα δυο, στο μικρό μέρος τα εργαλεία και στο μεγάλο πάγκος, γωνιά για ψήσιμο καφέδων, σόμπα πετρελαίου, αρκετές πλαστικές καρέκλες του γύφτου και ένα μεγαλούτσικο τραπέζι με συρτάρι. πάνω του δέσποζε το τηλέφωνο. ο συνδετήρας ανεπτυγμένος στο συρτάρι περίμενε έτοιμος τον παραβιαστή.

ο Μαργιολάς άραζε στο σκοτάδι, κατόπτευε από την παραθυράρα και έκανε τηλεφωνικό σεξ με την καλή του στην Κατερίνη. την άλλη μέρα καυχιόταν στους συναδέλφους του και τα παλιόπαιδα όλα μου τα λέγανε μόλις τάχαμ αυτός δεν ήταν μπροστά. η πλάκα ήτανε που ο ένας διόρθωνε τον άλλον για να κάνουν τη διήγηση πιο παραστατική, έξι αυτοί – μία εγώ.

μα όταν ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου -εκεί τον άφηνε ο κομιστής και ως πολιτισμένοι με τη φωλιά χεσμένη τον ανοίγαμε-, ο εργολάβος, νέος και ωραίος -να τα λέμε κι αυτά- κόντεψε να μείνει επί τόπου όταν τον είδε. κοντά εκατό χιλιάρικα δραχμούλες. με πήρε στο γραφείο για να διαμαρτυρηθεί. «πάρτο το τηλέφωνο» του είπα «να φύγει απ´το κεφάλι μου» και το πήρε. «να τώρα για να μάθετε παλιόπαιδα».

περνάνε μερικά χρόνια και η συνάδελφος δίπλα μου, αυτή που μας έφερνε όλα τα νέα στο γραφείο, ειδικευόταν σε όλα τα γνωστικά πεδία και ιδίως τα πιπεράτα, «ξέρω» λέει «μια κοπέλα, καταπληκτική, που εξετάζει την κόρη του ματιού και σου λέει από τί θα υποφέρεις στο μέλλον». «πού;». «εκεί». κλείνω ραντεβού ως έχουσα ζαχαρούχα μαμά και φοβούμενη την κληρονομικότητα.

νωρίς ένα απόγευμα σκαρφαλώνω λαχανιαστά τον ανήφορο των Σαράντα Εκκλησιών και πάω σε ένα μικρούτσικο ανώγειο με κλειστά πατζούρια, τίγκα στα πράγματα και την ανακατωσούρα. για ιριδολόγος δεν μου κάνει το κορίτσι (σάμπως είχα ξαναδεί ιριδολόγο;), κάτι σε μοδιστρούλα μου φέρνει, κάπου εκεί γύρω βλέπω και μια γαζωτική, κάπου δέκα χρόνια με ρίχνει η κοπελιά, μου λέει δεν βρήκε τον κατάλληλο ακόμη, «τι να κάνεις» λέω, «θα βρεθεί».

έχω ήδη πιάσει ελαφρύ κλίμα και αρχίζω την ιερά εξέταση, γιατί θα σκάσω και από περιέργεια. «τί βλέπεις δηλαδή στο μάτι;». μου ανοίγει η μοδιστρούλα χρωματιστά πλαστικοποιημένα δίφυλλα και τα εξετάξω ενδελεχώς στο χαμηλό φως ενός φοιτητικού πορτατίφ, ουδόλως δεν πείθομαι, αλλά ήρθα..άντε να δούμε…

πιάνει το κορίτσι φακό και παρατηρεί τα μάτια μου σιωπηλά και παρατεταμένα. «ζάχαρο» λέει «μη φοβάσαι, δεν θα πάθεις» (ακόμη δεν έπαθα). «με τα νεφρά σου όμως θα έχεις ένα θέμα». (είχα μιάμισυ δεκαετία μετά). «βλέπω και τις πατούσες» λέει. «άντε, δες και τις πατούσες». τα ίδια. «κάνω και μασάζ» λέει. συμφωνώ. το μασάζ μου άρεσε και της το λέω. μετακινεί χαρούμενα τα χέρια της στους ώμους μου… ωωωωχχχ ανακούφιση… και τότε, πάνω στην απόλαυση, ντριιιιιιιιν χτυπάει το κουδούνι.

«συγνώμη», με αφήνει ξαπλωμένη και βγαίνει στο χωλ κλείνοντας την πόρτα. «μα τί ώρα είναι αυτή που ήρθες» ακούω να λέει επιτιμητικά στον επισκέπτη, «δεν σου έχω πει να έρχεσαι το βράδυ;». έρχεται μέσα, «με συγχωρείς» μου λέει, «είναι ένας μπαρμπούλης που έρχεται και του κάνω μασάζ, σήμερα βιάστηκε». σηκώνομαι εγώ, ντύνομαι, πληρώνω και τη χαιρετώ.

ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον Μαργιολά βουλιαγμένο σε μια πολυθρόνα και γύρω απ´τα πόδια του τέσσερις σακουλάρες με ζαρζαβάτια. νομίζω θα μείνει επιτόπου μόλις με αντικρίζει. δε χαιρετώ, ανοίγω την εξώπορτα κι εξαφανίζομαι..

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.