σ’ ακολουθώ με κάθε ευκαιρία
χαίρομαι που υπάρχεις
θέλω να δράττεις τη ζωή
κι όταν σε βλέπω να το κάνεις ευτυχώ.
μα όλο επιδιώκω να υποθέτω και
με υποθέσεις ξακρίζω τις αλήθειες,
μουντώνω τις λάμψεις μόλις λίγο τις χαρώ.
σ´εμένα δεν οφείλονται χαρές.
ειν´η απόφαση που πάνω της προσπίπτει κάθε φως
μόλις εκρήγνυται
καταπατιέται λίγο ύστερα γιατί έτσι το αποφάσισα.
έτσι κάθε υπέροχη αναμονή σύντομα εξαϋλώνεται
γιατί μόνον άλλου τελικά μπορεί να είναι.
κάθε αχρωμία δικαιολογείται σαν φυσικό επακόλουθο.
αφού το χρώμα ξεθωριάζει γιατί
τα χρώματα σωρεύονται στο νου μου;
τίποτε δε μου οφείλεται και
ας είναι η λογική μου που άλλα λέει.
ποιος τάχα με σπρώχνει από το φως να υποχωρώ;
τα μακρινά ταξίδια της ψυχής ποιος όρισε
και μένουν μόνο στο ξεκίνημα;
αναρωτιέμαι άχρηστα αιώνες τώρα
και μετά απλώνω το χέρι να σβήσω τη λάμπα.