έκλεισε το στόμα μου
πίκρισε η γλώσσα μου
άνοιξα παράθυρα μα φως δε μπήκε
νύχτωσε ξανά χωρίς να είναι η ώρα
άδειασε ο χρόνος από μνήμες
το σπίτι σώπασε
το φως δεν θα ανάψει απόψε
τώρα που κατάλαβα πως ζω καθισμένη
στα σκαλιά μιας καμένης ύπαρξης
δεν είσαι πουθενά
κάτι ληθαργικά όνειρα το ξημέρωμα
που γλιστράνε πριν καν αναγνωσθούν
καμιά ανάμνηση δεν συγκρατεί τόση βιασύνη
πλέω σε ζεστό ακίνητο νερό
θα γυρίσω πίσω μόλις φέξει
ξανά τα ίδια
ανάλλαχτα και κυκλικά
όσο να σε ξανάβρω
όπως κι αν είσαι