περνάει ο χρόνος και επιμένεις στη σιωπή.. την έχεις για αρετή τη σιωπή, είναι γιατί ακούς τις κρυφές σου φωνές μόνον εσύ, τις επιτρέπεις να αναπηδούν όπως θέλουν. πας κι έρχεσαι σε χρόνια και εποχές, σε πλουσιόσπιτα και γιαπιά, σε λινά και κουρέλια, μια μπρος, μια πίσω και ξανά, κι όταν βαραίνεις μέσα τους, τις σπρώχνεις με δύναμη και το σκας. 

είναι τότε που ακούς τα άκρα σου να κινούνται, τα βλέφαρά σου να ανοιγοκλείνουν, τις τρίχες σου να μεγαλώνουν, το σφυγμό σου να χτυπά ρυθμικά στο ερεισίνωτο, τότε που εκπνέεις απ´το μισάνοιχτο στόμα σου ένα τραγούδι, μάλλον ένα κομμάτι τραγουδιού επαναλαμβανόμενο, ένας μόνον στίχος ίσως. συνήθως άλλο σε κάθε εσωτερική επιστροφή, επαναλαμβάνεται επίμονο σε όλη τη συνεδρία με το μέσα σου. μάλλον τα λόγια του δεν έχουν σχέση με τις περιπλανήσεις του νου σου, αλλά περιγράφει εύστοχα τι νιώθεις τώρα. περίεργη επιλογή και ανάσυρση, θυμάμαι χαμογελώντας το τζουκ μποξ.

η σιωπή είναι ο πόθος να τα χαρείς όλα μόνη σου, μυστικά, ή να τα επιτρέψεις να σε λιώσουν για λίγο. είναι όλα δικά σου. μήπως κι αν κάπου τα εξομολογηθείς, θα σε υπολογίσουν; και σε ποιους να τα περιγράψεις; μόνον στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, αν ζουν, διαλέγοντας κιόλας από όλους έναν-δυο. 

πολύ καιρό πριν, σε ένα τραπέζι μια παρέα πέντε φίλες επέμεναν «πες, πες, τα λες ωραία». όμως στην εξιστόρηση φάνηκε μόνον η πάνω επιφάνεια του αποτελέσματος. η διήγηση οδηγούσε την κάθε μιά τους σε ατομικούς παραλληλισμούς, που όταν ερχόταν η σειρά της και τους διηγούνταν, φάνταζαν χαμηλοί, σχεδόν ευτελείς. όπως και τότε, έτσι και τώρα, λέω πως αυτό προέκυπτε επειδή ήθελαν να κρατήσουν τις αληθινές πράξεις και ερμηνείες μέσα τους, βγάζοντας έξω μόνον τη σκόνη τους, τόσο μόνο σα να τη φυσάς πάνω από το ράφι. η επιδιωκόμενη ασάφεια κατέληγε σε πονηρά γελάκια ή σε πολυμασημένες διαπιστώσεις τύπου «τί περιμένεις; έτσι είναι ο κόσμος», α την καημένηηη», «άντε καλέ τώρα, σιγάααα» και άλλα συναφή. αυτό δεν γινόταν από τεχνική αδυναμία περιγραφής, όπως θα μπορούσε να πει κανείς με μια πρώτη ματιά («έλα μωρέ, εσύ τα περιγράφεις ωραία, εγώ δεν μπορώ»). τότε ήταν που αποφάσισα ότι οι παρέες φίλων πρέπει να είναι ολιγομελείς και να αποδέχονται τους τρόπους που τους βάζουν πίσω από την πέτσα χωρίς να φοβούνται, ενίοτε με μια σκουντιά από έξω, πες το σκοτάδι, κρασί, βροχή, απώλεια..

ο χρόνος περνάει. κάποιοι πρωταγωνιστές δεν ζουν πια, βιάστηκαν. κι άλλοι που ζουν, τί κι αν τους γνώρισες; τί κι αν δεν κοιμήθηκες νύχτες έχοντάς τους μπροστά σου να αλλάζουν έκφραση στα πρόσωπά τους; μα τώρα μοιάζει να μην αντέχεται να πάρεις σερί τις σκέψεις. ξεμπλέκονται σαν σχοινένια τριχωτή σκάλα και κυλάνε προς τα κάτω, τις παρασέρνει η βαρύτητα. όσο πιο δυνατές είναι, τόσο πιο γρήγορα βυθίζονται στη σκοτεινή χοάνη.

εκείνη φύλαξε τα μετεικάσματά τους για τις νύχτες. θέλει να τελειώνει με τους παλιούς λογαριασμούς και τις ασυνέπειες που μίκρυναν στο χρόνο, θέλει να λιώσει ύλες και αναμονές πετώντας τες σ´ αυτό το χρονικό χωνευτήρι. αφού τίποτε δεν είναι ζωντανό πια, η παραμονή είναι περιττή. τα αισθήματα είναι άγνωστο σε ποιανού μυαλό είχαν φυτρώσει, μονομερείς καλλιέργειες ίσως, αν και πάντα ένα αίσθημα γεννιέται σε όλες τις πλευρές, έστω και αδύναμο, έστω και μικρούτσικο, έστω και με ζωή ξέπνοη μικρή. 

συλλογές από φωτογραφίες που καλό θα ήταν να μην μείνουν πίσω, ας χαθούν.. ένα κουμπί υπόθεση, delete, και όλες οι ενθυμήσεις θα πετάξουν μακριά, σαν τις ψυχές, που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα τί απογίνονται μετά. κάθε ανάμνηση και μια ψυχή. μερικές είναι πλήθος. μία ψυχή = ένα πλήθος ή μία ψυχή = καμία ψυχή. μετά θα χωνευτούν στη σκοτεινή χοάνη. 

εκείνη μάζεψε τις φωτογραφίες μία-μία, όλες τους ψηφιακές, μεγάλη ευκολία σαν εφεύρεση να μπορείς να αλλάζεις γρήγορα από το ναι στο τίποτα. τα χρώματα πολλά, οι αποχρώσεις εκατομμύρια (τα κρυμμένα χρώματα πιέζουν τις αποχρώσεις, «είστε βολικές» τις κατηγορούν, «διορθώνετε τα πράγματα, ενώ εμείς είμαστε ισχυρές και αμείλικτες παρουσίες»). 

εκείνη βάλθηκε να τους μαζέψει όλους σε μια πιατέλα χαράς, απογοήτευσης, απελπισίας, αδιαφορίας, σαν εκείνες που στριφογυρίζουν στα γιαπωνέζικα τραπέζια για να τα δοκιμάσεις όλα φέρνοντάς τα μπροστά σου. τι σημασία έχουν οι γεύσεις αφού πέρασε ο καιρός; κάποιες επιζούν, δίπλα στους τοίχους, πάνω σε κρεβάτια, μπροστά σε κλειστά παράθυρα, με λίγο φως και συρτούς ψιθύρους..

γράφτηκε ένα χρόνο πριν

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.