η Ελένη πάει καιρός που κατάλαβε ότι οι πλάκες των πεζοδρομίων δεν είναι απόλυτα στοιχημένες. σε μερικά πεζοδρόμια ο τεχνίτης φρόντισε τον αρμό έτσι που να απορείς πώς τέτοιος τετραγωνισμός προέκυψε από ανθρώπινα χέρια και αλλού πάλι δεκάρα δεν δόθηκε για την τάξη, όσο και αν την επιθυμούσαν μερικοί. και πάνω στις πλάκες, γκριζόμαυρες εξέχουσες κηλίδες οι πατημένες τσίχλες, τις κοιτάζει τώρα και αναρωτιέται πόσες τσίχλες έχουν μασηθεί από το ανθρώπινο γένος που παρήλασε πάνω σε πλακάκια τοποθετημένα ορθά και μή.

προχωρούσε προς τη διάβαση. ένιωθε πως ασφυκτιούσε, έκανε ζέστη βλέπεις και εκείνη έπρεπε να βαδίσει καμιά διακοσαριά μέτρα ακόμη ως τη δουλειά της. είπε επιτακτικά στον εαυτό της ότι πρέπει να αγνοήσει τη ζέστη, γιατί διαφορετικά θα αισθάνεται δυστυχισμένη άδικα. υπάρχουν άλλωστε τόσοι λόγοι για να αισθάνεται κανείς δυστυχισμένος, ας μην δώσουμε την ευκαιρία και στη ζέστη τώρα να μας χαλάσει την ημέρα. έτσι στωικά αντιμετώπισε τον υπόλοιπο δρόμο ως τη διάβαση, ήταν μάλιστα ομαλός ανήφορος.

ξέχασε την επιδιωκόμενη ηρεμία της μόλις έφτασε στο φανάρι και κατάλαβε πως έπρεπε ή να τρέξει για να προλάβει το πράσινο ή να περιμένει το επόμενο φανάρι. προτίμησε να τρέξει και έφτασε απέναντι. τώρα έπρεπε να διασχίσει τον επόμενο κάθετο δρόμο, πέντε μέτρα τη χώριζαν από αυτόν και τη διάβαση. τ’ αυτοκίνητα πήγαιναν σιγά-σιγά και κοντοστέκονταν στο φανάρι. ανάμεσά τους πέρασε η Ελένη ως τη διπλή διαχωριστική, ο άλλος μισός δρόμος άδειος από δεξιά και κατάφερε εύκολα να φτάσει απέναντι στον ανηφορικό πεζόδρομο. ήξερε τη διαδρομή απέξω, έτσι πήγαινε πάντα στη δουλειά της.

λίγα μέτρα ακόμη στον ανήφορο και η Ελένη κοκκάλωσε. στροφή επιτόπου. κοίταξε προς την πλευρά της θάλασσας και ένιωσε ηλίθια. τί δουλειά έχει κι ανηφορίζει; εκεί κάτω η θάλασσα αστράφτει, δεν τη βλέπει, αλλά τη φαντάζεται. κι η θάλασσα η άτιμη της κάνει γκελ, θέλει να την παραπλανήσει να πάει κοντά, το φως να της πονάει τα μάτια, να κλείνει τα βλέφαρα τόσο, όσο λίγο φως να περνάει ανάμεσα. θυμήθηκε ξαφνικά ότι όταν ήταν μικρή και έκλεινε σφιχτά τα μάτια της, έβλεπε εκείνα τα πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα που εκτινάσσονταν σαν μικρά πυροτεχνήματα κάτω από τα βλέφαρα. τώρα πια, όσο και να ‘σφιγγε τα βλέφαρα, κανένα πολύχρωμο γεωμετρικό σχήμα δεν προέκυπτε, μόνον στην καλύτερη περίπτωση γκριζόμαυρα, σαν ..τις πατημένες τσίχλες.

η θάλασσα, η θάλασσά μου. κοντοστάθηκε ακίνητη η Ελένη εκεί μπροστά στο χειμερινό σινεμά, έναρξη το Σεπτέμβριο, δεν ζεσταινόταν καθόλου πια και γύρω της οι θόρυβοι του δρόμου γίναν στ’αυτιά της ένα ακαθόριστο βουητό. αρνείται συχνά η Ελένη να ακούσει καθαρούς τους γύρω της θορύβους, όπως τότε που ξάπλωνε ανάσκελα πάνω στη θάλασσα με τα αυτιά χωμένα στο νερό και κείνο το βουητό έμοιαζε με το βουητό της μοναξιάς της.

ήρθε στο σήμερα. διαφόρων ηλικιών κυρίες κατηφόριζαν από τη λαϊκή και άλλες ανηφόριζαν για κει, μ’ όλα εκείνα τα δολοφονικά συρμάτινα καρότσια που άγχωναν την Ελένη. σταμάτησε το βλέμμα της πάνω στο καρότσι της κοπέλας που προπορεύονταν. προς στιγμήν σκέφτηκε πως μια κοπέλα στην ηλικία εκείνης έπρεπε να βρίσκεται στη δουλειά της κι όχι στη λαϊκή. λες να μην εργάζεται; υπάρχουν λοιπόν κοπέλες στην ηλικία της που δεν εργάζονται; όχι ότι της φαινόταν απίστευτο, μα τη ζήλεψε στιγμιαία. το καρότσι γεμάτο χαρτοσακούλες, η επιθυμητή γι΄αυτήν πολυχρωμία ανύπαρκτη, τόσο πολύ μπεζ χαρτί, και στην κορυφή μια μικρή σφιχτά κλεισμένη χαρτοσακούλα που κλυδωνιζόταν σύμφωνα με το βήμα της κοπέλας. όχι, είπε μέσα της, η συχνότητα των κλυδωνισμών δεν οφείλεται στο βήμα της κοπέλας, αλλά στους βαθουλούς αρμούς των τετράγωνων πλακακιών που υπερπηδά το καροτσάκι. ο κλυδωνισμός της χαρτοσακούλας διέλυσε το συγκεχυμένο βουητό από τ’αυτιά της και η Ελένη άκουσε επιτέλους. αυτό τη δυσαρέστησε προς στιγμήν, προτιμούσε τη θολούρα.

μετακινήθηκε πέντε βήματα αριστερά. εκεί υπήρχε το πεζούλι του πάρκου, μέσα στο πράσινο του οποίου ήταν φυτεμένη μια ελληνική σημαία, από κάποιον παλιομοδίτη σωβινιστή υπέθετε. σκαρφάλωσε στο πεζούλι και κάθισε πάνω του. γύρισε στ’ αριστερά της και άρχισε να εξερευνά με μισόκλειστα μάτια και ναρκωμένο μυαλό εκείνα τα τριάντα μέτρα που απέμεναν στον ανήφορο. ο πεζόδρομος σκιερός από τα στοιχημένα στον άξονά του δέντρα, λεύκες; τί δέντρα; δεν την ενδιαφέρει. συνεχίζει μέσα της την επιπόλαιη περιγραφή: κάποιοι κάθονται στα τραπεζάκια έξω από την καφετερία της γωνίας. ακούει ως εδώ τους πωλητές της λαϊκής. όλοι ριγμένοι στον αγώνα για το μεροκάματο σκέφτεται φευγαλέα.

τότε… νάτος ο χοντρός και βρώμικος Γρηγόρης ο γυψάς μπροστά της. είκοσιπέντε χρονώ ο Γρηγόρης. γκρι παντελόνι βρωμερό, κάποια μπλούζα, αδιόρατα θυμάται το βυσσινί χρώμα, χωρίς νάναι σίγουρη πως ήταν έτσι. ναι, μάλλον βυσσινιά ήταν με βε λαιμόκοψη. παράξενο, αλλά θυμάται κι ένα λευκό πουκάμισο. δεν μπορεί σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, να καταλάβει πώς μπορούσαν να σχετίζονται η βρώμα με το λευκό πουκάμισο.

ο Γρηγόρης κάθισε στην άκρη της καρέκλας από πράσινη φορμάικα αργά το απόγευμα στο ραφτάδικο της γειτονιάς που περνούσε την ώρα του. τέντωσε τα χοντρά του μπούτια μπροστά, σταύρωσε τα τεντωμένα πόδια και τα χέρια πιάνοντας τον αριστερό καρπό με το δεξί χέρι πάνω στη χοντρή κοιλιά του, σαν τους πεθαμένους μέσα στο φέρετρο. έτσι, οριζόντιος σχεδόν, με κίνδυνο να ανατρέψει την καρέκλα και να τσακιστεί, έγειρε το κεφάλι του πίσω και χασμουρήθηκε. μετά χαλάρωσε το τέντωμα, μετακίνησε τον χοντρό πισινό του πιο μέσα στην καρέκλα κι άρχισε ν’ απαριθμεί τα φαγιά που κατανάλωσε το μεσημέρι στο μαγειρείο Το Φοιτητικόν, όπου ο Γιάννης, πάντα μεταξύ σοβαρού και αστείου, κένωνε στα πιάτα το φαΐ και ο Αλέκος, με τον αέρα λαϊκού γκόμενου, κουβαλούσε στα τραπέζια τους κεφτέδες, τα πιλάφια κ.λ.π., κ.λ.π. ψιλοαναγούλιαζε η Ελένη, όταν μάλιστα έβλεπε τα μαύρα άπλυτα μαλλιά του Γρηγόρη να κρέμονται λούνες-λούνες από το κεφάλι του. το μεσημέρι είχε μεταφράσει σε διπλές μερίδες φαΐ το πρωινό του μεροκάματο, έβγαζαν τότε μεροκάματο οι γυψάδες.

θυμήθηκε, περαστική κάποτε κάτω από το μπαλκόνι, το Γρηγόρη σ’ ένα παλιό ανώγειο πενηντάρι με ολάνοιχτα πατζούρια, φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες καρφωμένες στους τοίχους, ένα κρεβάτι, μια καρέκλα, μια γυμνή λάμπα κρεμασμένη από το ταβάνι, που κουνιόταν πέρα-δώθε στο ρεύμα του αέρα. ο Γρηγόρης ήταν γι’αυτήν σύμβολο της απέραντης αδιαφορίας για το κάθε τί. ακόμα και τον μεγάλο σεισμό δεν τον είχε πάρει πρέφα ο Γρηγόρης. έντεκα και δέκα το βράδυ καλοκαιριάτικα κοιμόταν βαθειά. το πρωί αναρωτιόταν γιατί ήταν σχισμένοι οι τοίχοι και έψαχνε άνθρωπο στους άδειους δρόμους για να ρωτήσει. Η Ελένη γέλασε φωναχτά και, επειδή μπορεί να την έβλεπε κανένας γνωστός να γελάει μόνη της, βιάστηκε να φύγει.

ξεκαβάλησε το πεζούλι. με τη δεξιά παλάμη τίναξε το παντελόνι της. κρέμασε την τσάντα στον δεξί ώμο που την βόλευε καλύτερα, ανηφόρισε αποφασιστικά τα λίγα μέτρα που απέμεναν και εισήλθε με σπουδή στον κόσμο που τελευταία σφοδρά απεχθανόταν.

Θεσσαλονίκη, 1998, μεσημέρι καλοκαιριού

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.