ένα ανθρωπάκι δάνεισε για λίγο τη ζωή του στο όνειρο. θα την ήθελε να μείνει για πάντα δανεική κι αγύριστη, τώρα που μεγάλωνε, και μάλιστα άσχημα και άσχημος, και είχε πιο πολύ ανάγκη το παραμύθι. το μετονόμασε σε τυχερό του, γιατί ήταν από κείνους που πιστεύουν στην πρόκληση αποτελέσματος άμα το θες πολύ και το λες.

το τυχερό του ήταν μια γυναίκα του άλλου κόσμου, εκείνου που αυτός κοίταζε από μακριά με ζήλεια, αλλά έλεγε ότι δεν πίστευε σε αποστάσεις κανενός είδους. το έλεγε και το ξανάλεγε τα καλοκαίρια, όταν τύχαινε κανας συνομιλητής στο καφενείο εκεί κοντά στο γιαλό με το ρυθμικό κύμα, εκεί όπου η άρρυθμη καρδιά του ζητούσε να γαληνέψει κρυμένη κάτω από φθαρμένα ρούχα και γλιστερό άτριχο δέρμα. δεν ήταν δα και κανας αγαπητός, μάλλον ο χαρακτηρισμός «ο γραφικός του χωριού» του κάθονταν καλύτερα.

μονολογούσε στο δρόμο, μονολογούσε όταν γύριζε σπίτι, κάθε που άπλωνε το χέρι στο φαΐ μονολογούσε, μόνο όταν τραβούσε την άκρη της φυλακισμένης κάτω απ’ τη μασχάλη φρατζόλας για να αποχωριστεί το χοντροκόμματο σιωπούσε και συγκεντρωνόταν στην αύξηση της δύναμης που από τα κρύα μπράτσα μετακόμιζε στις άκρες των χοντρών δαχτύλων. μονολογούσε μπροστά και στον σπασμένο καθρέφτη που είχε κρεμάσει στον τοίχο της αυλής για να ξυρίζει το μαυριδερό μούτρο του το πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι. η βροχή του είχε γδάρει τ’ ασήμι μα αυτός δεν τον άλλαζε με τίποτα, τον αγαπούσε λέει που είχε απομείνει από την προίκα της μάνας, δώδεκα χρόνια τώρα πεθαμένης. στο σπίτι μέσα μονολογούσε πάντα, μάλλον ερωταποκρίσεις ήτανε, κι απέναντι καθόταν η μάνα, ο γιατρός, ο μπακάλης, ο βουλευτής, η τεμπέλα γυναίκα, το ζωηρό αγοράκι που το κυνηγούσαν οι γείτονες για τις πετριές στα τζάμια. απηύθυνε το λόγο και στις ξεβαμμένες φωτογραφίες πάνω στο τζάκι, αυτός μόνον ήξερε τον εικονιζόμενο, κι όταν άναβε το καντήλι μονολογούσε, κι όταν θυμιάτιζε, αν και ισχυριζόταν πως δεν πιστεύει σε κανέναν και σε τίποτα.

εκείνο το πανάρχαιο ισόγειο πατρικό με τα χοντρά ντουβάρια, την απαιτητική υγρασία που ήθελε να κάθεται παντού και μετά να απορροφιέται ίσαμε το πιο πυκνογαζωμένο νήμα της ύστατης άκρης του σιλτέ, το γεμισμένο με άχυρα μαξιλάρι, το κατσιασμένο στρώμα με τον πατικωμένο βρωμερό κόθρο ολόγυρα, το κάποτε σπιτικό με τη μπρούτζινη καργιόλα, μαύρη πια -ποιος να τη γυαλίσει και γιατί-, τη ντουλάπα και τα σεντούκια που βρωμοκοπούσαν μούχλα. κάθε τι ήταν βρεμμένο χωρίς ούτε τα θερμά καλοκαίρια να στεγνώνει, ανήλιαγα κρυμμένο πίσω από κλειδωμένες πόρτες και καρφωμένα παράθυρα.

ήταν άσχημος ο Σάκης ο Εφραίμογλου, κι αυτός υγρός και κατσιασμένος ήταν, κατσίβελος το παρατσούκλι του για τη μαυρίλα, λίγο η καταγωγή και πιο πολύ ο ήλιος. όλη μέρα ψηνότανε από κάτω του, θερμός μόνιμος φίλος του και παρηγορητής, ελπίδα στον άχαρο κόσμο του. πότε ξύλα το φθινόπωρο, πότε τους καλούς καιρούς στην ακροθαλασσιά ύπνος στη βάρκα του Γιώργου, του γιού του χασίκλα. και το χειμώνα, κάθε που δεν κατέβαινε ύλη απ’ το σύννεφο, τον ζητούσε τον ήλιο του απλωμένος σε δυό άσπρες πλαστικές καρέκλες στη μέση της αυλής. σκληρός στο κρύο, αδιάφορος στην παγωνιά, χείλη σφιγμένα, που τον μονόλογο του για συνομιλία με τους καιρούς τον θαρρούσε, πίσω απ’ τα σκληρά μάγουλα ένα μου-μου-μου, που κρατούσε μόνιμα το ίσο. νους σφιγμένος κι αξεπέραστος, συμπαγής και αδιάβατος, γιατί η κάθε απόπειρα διάσχισής του του είναι πόνος του κατσίβελου, επειδή τότε είναι που στέκεται ολομόναχος, χωρίς φανταστικούς αντίλογους να καθηλώνονται μ’ ορθάνοιχτα μάτια απέναντι από τη μουρμούρα του κι αυτός να τους σηκώνει και να τους καθίζει στο μιντέρι, στο σκαμνί, στο χορτάρι, στην άμμο, στον τάφο.

η μοναξιά του χωριού είναι άγρια ή το μέσα του αγρίεψε κι έτσι τη βλέπει. συνόδεψε τη μάνα στα υστερνά, αυτήνα που τον ήθελε για τον εαυτό της σαν συνέχεια του άχρηστου σύζυγου που όλο στην πόλη ήτανε γιατί είχε δουλειές. ποτέ της δεν κατάλαβε τί δουλειές είχε μέχρι που αυτός δεν ξαναγύρισε και τότε κατάλαβε μια και καλή. ο κατσίβελος κράτησε τα σκουλαρίκια που είχε απ’ το μπαμπά της και το χρυσό δαχτυλίδι του γάμου με την ξεπλυμένη γαλάζια πέτρα, που του τα φύλαγε να τα χαρίσει στη γυναίκα που θα πάρει, «όταν πεθάνω μή μείνεις μόνος σου, ακούς;»

όταν η γυναίκα του άλλου κόσμου κατέβηκε από τη μπροστινή πόρτα του λεωφορείου, είχε τα μάτια αφηρημένα να κοιτάνε το σύννεφο του νου της μέσα από τα μαυρισμένα κάδρα τους, τα χείλη να σκύβουν τις άκρες τους στο στρογγυλό πηγούνι, τα κοντά μαλλιά σπρωγμένα πίσω με τα δάχτυλα. στα μαύρα ζωσμένη, μια σκούρη εικόνα πατόκορφα, επίπεδη χωρίς λοιπές αποχρώσεις για να της δίνουν τρίτη διάσταση. δεν είχε ιδέα γιατί σταμάτησε εκεί ειδικά. πολύ αργότερα θα θυμηθεί τα πυκνά παραταγμένα πράσινα δέντρα που έδειχναν σε ευθεία γραμμή το δρόμο τον επόμενο και τον διανυθέντα, εκείνο το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου, καθώς ταξίδευε σχεδόν ασυνείδητα μαζί με τα σύννεφα προς τα δυτικά για να φτάσει κάποτε στο λιμάνι. και μετά; ιδέα δεν είχε για μετά. ούτε θάρρος είχε πια, ούτε να ονειρευτεί μπορούσε, ούτε επέτρεπε στον εαυτό της να ξεπροβάλει έστω και ένα μόνο δάχτυλο πιο μπροστά από το περίγραμμά της, το σφηνωμένο σε κείνο το όρθιο παραλληλεπίπεδο θαμπού αέρα, που μετακινούνταν μαζί της. να κοκκινίζει είχε ξεχάσει πώς είναι, το ευχαριστώ, τυπική λέξη, μετά βίας ακουγόταν όταν σπάνια της χρειαζόταν, το θέλω είχε υποχωρήσει, κι αυτό μετά βίας το άκουγε από τα βάθη του κορμιού της, τότε που οι νύχτες κάλυπταν ανυποχώρητες τις κοινές ανθρώπινες ημέρες με όποιο φως κι αν αυτές είχαν, αυτό το φως που ήταν μόνον για τους άλλους. στο λιμάνι θα σταματούσε, ως εκεί χωρούσε τώρα ο νους.

φεγγάρια δεν είχαν οι μακρόσυρτες νύχτες της Λευκής μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση εκείνου, και για πρώτη φορά είχαν άρκτους και πούλιες και αυγερινούς και γαλαξίες μερικούς μήνες αργότερα, τότε που κι αυτή αραδιαζόταν το Νοέμβρη νυχτιάτικα, γερμένη στις δυό αντικρυστές πλαστικές καρέκλες στην αυλή, και τα λέγανε με τον τρόπο τους κοιτώντας το στερέωμα. αυτός, γενναίος στο κρύο που τύλιγε τους ώμους, μιλούσε χωρίς διακοπή για την αδικία του κόσμου και τους τρόπους που είχε εφεύρει για να την κατατροπώνει. εκείνη κάτω από την κουβέρτα με τον απόηχο της μούχλας δεν έλεγε κιχ και έψαχνε κανα άστρο να πέφτει για να κάνει μιαν ευχή, ευχή να διαβεί τελικά την αδριατική. είχε γεμίσει με ψυχρό νερό το παραλληλεπίπεδό της, το είχε φαρδύνει αρκετά για να μην είναι στριμωγμένη, τα χεροπόδαρα σαν στατική μπαλαρίνα τα κουνούσε πάνω κάτω. αφού και η σιωπή παρέα είναι ο Σάκης ήταν ευχαριστημένος. τα αισθήματά του θα τα διαβάθμιζε καλύτερα αν ήξερε γράμματα και θα τα ονομάτιζε μπορεί, όμως αυτά είναι παραπανίσιες ανθρώπινες αγωνίες που οι μόνοι άνθρωποι ανάμεσα γη και ουρανό δεν τις έχουν.

το μεγάλο καθρέφτη στο δεξί φύλλο της ντουλάπας συγκρατημένα είχε καθαρίσει η Λευκή και τότε είχε αντικρύσει την ισοπεδωμένη μαυρίλα της, τα λειψά κιλά της, το άδειο δέρμα που την κάλυπτε, τις βαθιές ρυτίδες που είχαν εγκατασταθεί στην όψη της, πενήντα οχτώ χρονών χωρίς τοπίο μπροστά της υπάκουο να διανυθεί. θα περάσει καιρός μέχρι να διηγηθεί στον Εφραίμογλου τον τυραννικό της χρόνο που τη βύθισε ως τη μέση στη σκληρή γη πιέζοντας απλά τους ώμους της με τα δυο του μόλις δάχτυλα.

ο κατσίβελος μέρα με τη μέρα τροποποίησε τις συνήθειές του για χάρη της. τα κεριά τα έσβηνε με το καμπανάκι, το τζάκι οπωσδήποτε τη νύχτα, τα παράθυρα ξεκάρφωσε, τις δυο πόρτες άνοιξε. οι ντουλάπες αερίστηκαν, τα λεκιασμένα από την υγρασία ρούχα πετάχτηκαν, τα κεντήματα στολίστηκαν, μοντέρνο σίδερο αγοράστηκε, τις μπριζόλες που έψηνε δυο-δυό στο τζάκι τις έτρωγε πια μαζί της με μαχαιροπήρουνο, με το δεξί εννοείται και προσεκτικά μή τον πει χωριάτη, το νερό για τα πιάτα ζεσταινόταν στο πετρογκάζ, αυτός τα έπλενε, αυτή ποτέ, της απαγόρευε να χαλάει τα χέρια της από το μπούζι νερό, το απορρυπαντικό έγινε από σόι, ήρθε ο κόσμος τα πάνω κάτω και γραμμές από φως μονομοχούσαν επιτέλους στα κενά και τις επιφάνειες.

ήθελε να ακούει τη φωνή της να τον διατάζει: «σήκω, φέρε, δώσε, πάνε, έλα, άσε με». ναι, και το «άσε με» καλοδεχούμενο, «ό,τι πεις εσύ θα γίνει, να σου πιάσω το άστρο που πέφτει; χάιδεψε λίγο το κεφάλι μου και το άτριχο σώμα μου, χαμογέλασέ μου με μια καληνύχτα κι ύστερα γύρισέ μου την πλάτη και κοιμήσου, μάτι να μην κλείσω να σε κοιτάζω που τανύζεσαι και να στήνω αυτί να βεβαιώνομαι πως σωστά ανασαίνεις» ονειρευόταν..

ο κακομοίρης, που ποτέ δεν έβαλε την πάρτη του στη μπάντα… ήταν ένας ιδιόρρυθμος αγωνιστής με ανύπαρκτα κέρδη, που όμως με πάθος τα ιχνηλατούσε και τα μύριζε, σωστό σκυλί. δεν είχε προνόμια για να τον πάρουν από τη γωνιά, μα δεν το παραδεχόταν και πάλευε ν’ αλλάξει τις εικόνες που τον έλιωναν, χωρίς να ξέρει όμως τους αποδοτικούς τρόπους.

μιά από τις εχθρικές εικόνες του ήταν το καταπατημένο μνήμα της μάνας στο κοιμητήριο του χωριού. κανένα αντικείμενο και καμιά μνήμη δεν το επισήμαινε και όσοι κλωθογύριζαν ανάμεσα στους τάφους για καντήλια, καθαριότητες και τελετές, το πατούσαν σαν μέρος της διαδρομής τους από και προς την εκκλησία. τον είχαν ρωτήσει γιατί δεν κάνει τίποτε να το σημάνει και να το φυλάξει κι εκείνος τους είχε απαντήσει ότι αφού ζωή δεν υπάρχει πια, δεν υπάρχει και θάνατος, στιγμή το ένα, στιγμή και τ’ άλλο πάνω στη γη, και καμιά σημασία δεν έχει η ύλη από τα σκουριασμένα κόκαλα. ο ίδιος όμως δεν το πάτησε ποτέ.

τις νύχτες πάντα τις ξημέρωνε, έσβηνε το τζάκι νωρίς για να οικονομάει τα ξύλα, έμενε δίπλα του χωρίς παρέα μονολογώντας και χωρίς παρέα μετακινούνταν στο υγρό στρώμα. τέσσερις ώρες ύπνου αρκετές, η επόμενη μέρα είχε τις ακολουθίες της: τζάκι, ζέσταμα νερού, να γεμίσει ανεβασμένος στο σκαμνάκι το πράσινο μουσλούκι που κρέμονταν από την οροφή στο μισοχτισμένο δωμάτιο από κείνη την επέκταση που ετοίμαζε για όταν θα παντρευόταν και ποτέ δεν την τέλειωνε. έχτιζε και γκρέμιζε με κείνη τη μικρή σύνταξη και τα χρήματα από τις ευκαιριακές δουλειές, κάτι χαμαλίκια γενικώς, πρόθυμος για ό,τι οι άλλοι ήταν απρόθυμοι. ύστερα, βιαστικό όρθιο μπάνιο με τα σαπουνόνερα να κυλάνε στα κρύα μπετά και να σέρνονται ως τη σκάλα, που οδηγούσε από τη χορταριασμένη μόνιμα αυλή στο σπίτι, και το χειμώνα να μεταλλάσσονται στιγμιαία σε φλούδα πάγου, που περίμενε τον ήλιο για να ξηλωθεί. κατόπιν ξύρισμα έξω, στον σπασμένο καθρέφτη, χτένισμα με το ξεδοντιασμένο χτενάκι στο χρώμα της ταρταρούγας, το ένα χέρι χτένιζε και το δεύτερο ακολουθούσε σερνάμενο να στρώσει τα ίσια μαύρα μαλλιά. ήταν πενήντα δύο κιόλας μα τα μαλλιά του δεν είχαν ασπρίσει. καφές βαρύς γλυκός στο πετρογκάζ για πρωινό, ρούχα απαρχαιωμένα αρκεί να ντύνουν, μια ματιά με το μηχανάκι στο χωράφι, δεύτερος καφές στο καφενείο της παραλίας. μιλούσε κι έλεγε χωρίς να τον ρωτήσουν, οι θαμώνες βαριόνταν και δεν απαντούσαν, έτσι έφευγε για δίπλα στη θάλασσα. κανά σουβλάκι το μεσημέρι από την ψησταριά του Γρηγόρη, αφού απόσωνε τα θελήματα για να τη βγάλει τζάμπα και κατά τις πέντε άρχιζε τη νύχτα του καθισμένος στο κιγκλίδωμα του δημόσιου δρόμου δίπλα στη στάση των διερχόμενων λεωφορείων, έτσι για να τα βλέπει να περνούν. σήκωνε πάντα το χέρι να χαιρετήσει τον οδηγό και κείνοι τον γνώριζαν και πατούσαν μια φορά την κόρνα. ήταν πολύ σπάνιο να σταματήσει λεωφορείο στη στάση για να κατέβει κανείς, επισκέπτης στο χωριό θα έπρεπε να είναι, οι χωριανοί είχαν τα δικά τους αγροτικά για να πηγαινοέρχονται.

πολλοί είναι τυραννισμένοι ή νομίζουν ότι είναι, μα τυραννίδες και φάρσες και φιάσκα ποτέ ισοδύναμα και ποτέ ισόποσα δεν είναι. όλοι ξαποβγάζουν την ατομική τους άνιση συντριβή, ο καθένας με τον τρόπο του. ή αναχωρούν ή οπισθοδρομούν ή πλέουν ή σέρνονται ή χάνονται ή αναλύονται στα μέρη που τους αποτελούν. και τα μέρη καταπιάνονται στον ίδιο αγώνα μέχρι την παραδοχή της αποτυχίας. ποιος δέχεται ότι το λάθος του τον έσπρωξε στην άκρη; για να το δεχτεί, πρέπει πρώτα να λιανιστεί.

έτσι και με τη γυναίκα του άλλου κόσμου. ολόκληρη η Λευκή απαρτίζεται από μερικές εικόνες, που φούσκωναν στη μνήμη της και πρόβαλαν δυναμικά μόνον τις στιγμές που τις άντεχε. ήταν εκείνες οι ώρες που έπεφταν τα σούρουπα, που σταματούσαν τα πουλιά να έρχονται στο μπαλκόνι της για να πιουν νερό πριν κοιμηθούν. έγερνε πίσω στην πολυθρόνα, έκλεινε τα βλέφαρα τόσο ίσαμε το τελευταίο φως να τα διαπερνά ακόμη, έσπρωχνε πίσω αργά το κεφάλι τραβώντας τα μαλλιά με τις δυό παλάμες απ’ το μέτωπο. αναπηδούσαν τότε η κόκκινη πετσέτα, το ζευγάρι οι παντόφλες, το τασάκι γεμάτο στριφτά αποτσίγαρα, τα δυο πορσελάνινα φλιτζανάκια του καφέ, τα αναμμένα φανάρια του στέισον βάγκον νωρίς το απόγευμα, εκλεπτυσμένα και πρόστυχα πλεγμένα λόγια, στεναγμοί θορυβώδεις, ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, μια ημερομηνία.. τότε άρχιζε να ανασηκώνεται σιγά-σιγά εκείνη η απώλεια η βαθιά σφηνωμένη. άρχιζε να αναδύεται φορώντας στην αρχή τρυφερό απατηλό περίβλημα. άκουγε το νερό να τρέχει στο μπάνιο, μύριζε το φαγητό απ’ την κουζίνα, αφουγκραζόταν τη τζαζ από το στερεοφωνικό, κοιτούσε τη χαριτωμένη μορφή της να πηγαινοέρχεται για να στρώσει το τραπέζι, να σερβίρει το χαμόγελο και το νάζι, να του κρατά τα χέρια πίσω από την πλάτη της και να ανεβαίνει πρώτη αυτή τη σκάλα για την κάμαρα τραβώντας τον μαζί της στα δροσερά σεντόνια. εκείνος είχε έρθει για μια νύχτα και μια μέρα και μετά χάθηκε ανεξήγητα. η ιδέα της απώλειας την έλιωσε, ο θολός φόβος μαύρισε γρήγορα σαν το σύννεφο της μπόρας και χύθηκε πάνω της βαρύς. πέρασαν μέρες πολλές κι αυτήν, που δεν γνώριζε τί είχε συμβεί, την έλιωσε η αναμονή μιας έστω ασήμαντης αντίδρασης. τα κακά νέα μαθεύονται γρήγορα μα τίποτε δεν ακούστηκε. έβαλε λυτούς και δεμένους να την πληροφορήσουν κι αυτοί της έμαθαν διακριτικά και διασκεδάζοντας ηδονικά με τις προσδοκίες της, ότι όλα τα είχε φτιάξει στο κεφάλι της, γιατί έτσι ήθελε να της συμβούν. από τότε το χέρι της άφηνε μόνη τη ζεστή παλάμη του πολλές φορές κάθε μέρα μα τα χρώματα, οι γεύσεις και το φως παραμέρισαν αυτουργοί του βασάνου της. το όνειρο ξεπλύθηκε τόσο γρήγορα;

της έλειπε μια βασική πληροφορία. αυτός που έπρεπε να της είχε μιλήσει, ντράπηκε. αλήθειες πολύ λίγες είχε πει για τον εαυτό του και γρήγορα ξανακρύφτηκε στο στούντιο της ταράτσας. σπάνια θα ξεμυτίζει από δω και πέρα. τα συμπιεσμένα στο μυαλό του αδιάγνωστα μηνύματα για χρόνια παραμόνευαν, «ποιος φταίει; φταίει μήπως η μάνα που με γέννησε; μακάρι να μην είχα γεννηθεί ποτέ» και μετά: «τρέξε, ερωτέψου, βάλε φωτιά σ’ ό,τι σου καίει την ψυχή». κάτω και πάνω, πάνω και κάτω, ατέρμονη σπείρα που γυρίζει ζινίζοντας η ματαιότητα, τρυπούσε και τρυπάει το είναι του. παρατηρητής μιας άχρωμης κι ανούσιας πραγματικότητας, κίνητρα ελάχιστα, σχεδόν ανύπαρκτα, μέχρι να ξανάβρει την ελπίδα, αυτήν που θα νικήσει τον κυνισμό και την σκληρότητα που γέννησε μέσα του η κατάθλιψη, τη σπίθα που λαχταράει να του πυρπολήσει το κρυφό του σώμα.

είχε γνωρίσει τη Λευκή στο δρόμο, σε κείνο το ταξίδι της. την άκουσε να μιλάει τη γλώσσα του. σαν ίσκα λειτούργησε το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας. καιρός να νιώσει τη ζωή, του έλειπε τόσο η πατρίδα.. πέρασαν μήνες, δυό χιλιάδες χιλιόμετρα ανάμεσά τους. τις ώρες της επικοινωνίας τους τις διάλεγε αυτός. εκείνη τον έκρυβε μέσα της με όλους τους τρόπους και τον λάτρευε κάθε μέρα κι άλλο. και κείνες τις μέρες που η μανία του κρατούσε ατιθάσευτη, πέταξε τετρακόσια χιλιόμετρα φτερό ως το φέρυ, ταξίδεψε μια μέρα, έφτασε στο λιμάνι κι ανηφόρισε τρελός από έρωτα και ανυπομονησία επτά ώρες δρόμο ως εκείνη, χωρίς διακοπή κι ανάσα. κι όταν έπρεπε να επιστρέψει, κοντοστάθηκε πριν βγει στο πεζοδρόμιο, να καταπιεί τα χάπια του που της είχε κρύψει. έπειτα βγήκε, χαιρέτησε στέλνοντας ένα φιλί με το χέρι και επέστρεψε στον έκτο όροφο της πληγής του.

τον επόμενο καιρό η ξαφνική απώλεια εγκαταστάθηκε σα μικρός θάνατος μέσα της. όλα της φαίνονταν άχρηστα, θεατρικό παιχνίδι, και κείνον τον απέσυρε μέρα με τη μέρα θλιβερό κι ανάξιο στο υποσυνείδητό της. τα άγρια ψέματά του, που συμπέρανε ότι της έλεγε σε καθεστώς γαλήνης, τον ξερίζωσαν από το θυμικό της, και τα αγριότερα ακόμα σε καθεστώς πάθους τον σκότωσαν μέσα της. η Λευκή δεν ήξερε ότι τα ψέματα στον εαυτό του ήταν περισσότερα, τον περίμεναν στην ουρά και τον αποτελείωσαν μεθοδικά. θύμα μπλεγμένο στο αναγκαίο του παραμύθι, αυτόν που σε μια γωνιά έζησε και σ’ όλο τον κόσμο είπε ότι ταξίδεψε, τον επόμενο καιρό η υπομανία τον εκμηδένισε και έπειτα χάθηκε, ωχρός ορθός νεκρός με σερνάμενα τα αγαπημένα ψεύτικα πόδια του.

η ψυχή της μούδιαζε σταδιακά. τίποτε δεν την ευχαριστούσε, τίποτε καλό δεν ένιωθε, μόνον θλίψη, θυμό και πόνο. οι γεύσεις, οι μυρωδιές και τα χρώματα έγιναν οι εχθροί της. τέσσερις μήνες μετά ξεκίνησε, κορμί αγριεμένο, για το λιμάνι, να δει από μακριά με το χέρι αντήλιο τον κόκκινο δίσκο να βυθίζεται στον υγρό ορίζοντα και να του ζητήσει χάρη να την πάρει μαζί του. δεν είχε σχέδιο. από την άλλη, η έλλειψη παραδοχής του ηλίθιου εαυτού της της γεννούσε αναγούλα, ο πονοκέφαλος γινόταν δυνατότερος από το θόρυβο στο λεωφορείο. ο άνυδρος εγκέφαλός της της επέβαλε στιγμιαία λάμψη αντίδρασης: θα νοίκιαζε δωμάτιο στο πρώτο χωριό πιο κάτω μήπως στο νέο τοπίο ξανασυναντηθεί με τον εαυτό της. απόρησε με την αναλαμπή, ήταν σα να κλώτσησε τον πάτο την ώρα του πνιγμού για να ανέβει, να προλάβει να φωνάξει βοήθεια μήπως και τη δει κανείς και την αδράξει από τα μαλλιά.

η σκοτεινή δροσερή διαδρομή κάτω από τα στοιχισμένα δέντρα την ενθάρρυνε και κατέβηκε. κοίταξε γύρω της, πράσινο πυκνό παντού, οι αποχρώσεις του συγχωνεύτηκαν σε ασαφή παραδοχή, τί σημασία είχε; στο βάθος δεξιά κοκκίνιζαν κεραμίδια, «προς τα κει θα πάω» μονολόγησε και ξεκίνησε με το δερμάτινο τσαντί στο δεξί. κοντοστάθηκε να βάλει τα γυαλιά του ήλιου για να κρυφτεί πίσω τους, να μπορεί να μισοκλείνει τα μάτια ελεύθερα, για να τα στραγγίζει χωρίς θεατές.

«καλησπέρα!» άκουσε πίσω της. σχεδόν τρόμαξε και γύρισε. ο περίεργος λιανός μαυριδερός τύπος ξεκαβάλησε το κιγκλίδωμα και την πλησίασε, «δεν είσαι από δω» είπε, «γεια-χαρά, είμαι ο Σάκης». «όχι, δεν είμαι από δω» είπε η Λευκή μονοκόμματα χωρίς να συστηθεί. «έχει ξενοδοχείο το χωριό να μείνω απόψε;». ο κατσίβελος την κοίταξε αργά απ’ την κορφή ως τα νύχια. «όοοχι» απάντησε επισεσυρμένα χαμογελώντας, «πολύ μικρό είναι το χωριό, νοικιάζουμε μόνο μερικά δωμάτια το καλοκαίρι».

έτσι εκείνη βρέθηκε στο σπίτι του, απέξω γραφικό της φάνηκε, είχε δυο κερασιές στον κήπο και μια μουσμουλιά. κίνηση δεν έβλεπε. της ομολόγησε επιτέλους ότι ίσαμε έναν καφέ μπορεί να προσφέρει και το σπίτι δεν νοικιάζει δωμάτια, θα πάρει σε λίγο τον κουμπάρο του που κάνει αυτή τη δουλειά. «μην ανησυχείς, καλοί άνθρωποι είμαστε, δεν θα σ’ αφήσουμε παραπονεμένη».

εκείνη ξαφνιάζεται από την αδιαφορία της, τίποτε δεν έχει χρώμα, καταθλίβεται και τώρα, το ίδιο την κάνουν όλα, πάει να κάτσει στο σκαλί, εκείνος της βάζει δίπλα μια πλαστική καρέκλα. αυτή μουρμουρίζει ξέπνοο ευχαριστώ, κάθεται, τεντώνει τα πόδια στα σκαλιά, κοιτάζει τα παπούτσια της, το ένα κορδόνι λύθηκε, το ίδιο της κάνει. όλα μοιάζουν μάταια, πρέπει να βγει από την κινούμενη άμμο, δεν ξέρει πώς. κι αυτό το ανθρωπάκι, μαριονετάκι που κλωθογυρνάει γύρω της, μάλλον θόρυβο κάνει, τραβάει ατσούμπαλες γραμμές και μουτζουρώνει τις θαμπές εικόνες της.

της εξηγεί πως ζει μόνος του από τότε που πέθανε η μάνα, πως έχει περιουσία, όχι μεγάλη, να μην τον βλέπει έτσι, πως αγαπάει τους ανθρώπους που γελάνε και στενοχωριέται που αυτή δεν γελάει. και έπειτα η Λευκή πείστηκε ότι δεν έχει τίποτε να χάσει αν έμενε εκεί τη νύχτα και η συνάντηση με τον κουμπάρο μετακινήθηκε για αύριο. όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα που εκείνος της παραχώρησε, η μυρωδιά της μούχλας όρμησε στα ρουθούνια της κι’ άρχισε να ανηφορίζει ως τον εγκέφαλο για να μεταπλαστεί σε εικόνα τέλειας εγκατάλειψης, απόρριψης, μοναξιάς. ένιωσε λύπη, σκέφτηκε ότι κι αυτός εγκαταλείφθηκε, φτωχός είναι αυτός, ακόμη χειρότερα.

και έπειτα άφησε τον εαυτό της να πλεύσει στην επιφάνεια του χρόνου. δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν. ούτε να συνεχίσει το δρόμο που είχε ξεκινήσει ήθελε, ούτε ν’αγαπήσει πια ποτέ κανέναν ούτε να κλάψει για κανέναν ανάξιο. διέκρινε δυό αγριεμένα ζώα που ζούσαν παράλληλα, στα κρύσταλλα και τη μπουαζερί εκείνη, στη μούχλα και το σκοτάδι τούτος. αυτή χωρίς συνειδητή ελπίδα και αυτός με μια τοσοδούλα ελπίδα κρυμμένη, που δεν την βγάζει στο φως μήπως ξεβάψει. δεν ένιωθε τίποτα γι’αυτόν, όμως δεν πειράζει, ας μην είναι του κόσμου της, καλύτερα απλός κι αλλιώτικος, καημένος χωριάτης, που του γυάλισε η γυναίκα και κάνει τεμενάδες. μα μιλάει καθαρά κι ευθύγραμμα καθώς ο χρόνος φεύγει, με λόγια καθόλου επιτηδευμένα, της ψωνίζει ρούχα για το κρύο, της χαρίζεται «θα κάνω ό,τι θες», τη φροντίζει φορτικά χωρίς να του το ζητάει, δεν της παίρνει μια δραχμή γιατί «οι αληθινοί άντρες δεν εκμεταλλεύονται τις γυναίκες», την αφήνει μόνη της να πλυθεί χωρίς να κρυφοκοιτάει, την αφήνει να του λέει ό,τι θέλει για κείνην χωρίς τίποτε να ρωτάει, πάει συχνά για μεροκάματο ό,τι και νάναι, καμαρώνει που τον μακαρίζουν για την τύχη του, την περιγράφει στους συχωριανούς με λόγια υπερβολικά αυτή την τύχη, χωρίς να λέει πως κοιμάται στην κουζίνα, αντίθετα κοιμούνται αγκαλιά, και δεν τους βλέπει, που μόλις γυρίσει την πλάτη του, μορφάζουν και τον μουτζώνουν αλλάζοντας ματιές και ξεσπάνε σε χάχανα μόλις κλείσει την πόρτα του καφενείου πίσω του. της φόρεσε τα σκουλαρίκια της μάνας του και το δαχτυλίδι της με τα λίγα καράτια, παραξενεύτηκε αυτή κοιτώντας στον καθρέφτη της ντουλάπας τα παλιομοδίτικα, «δεν τα θέλω» είπε και έκανε να τα βγάλει, «όχι» σχεδόν ούρλιαξε αυτός κι αυτή σκέφτηκε πως θα τον διαλύσει εύκολα με τρεις σταγόνες μπασταρδεμένο χρυσάφι και δεν το θέλει. τα χριστούγεννα της έφερε ελατάκι απ’ το βουνό και το φύτεψε στην αυλή, αγόρασε πολύχρωμα λαμπάκια και καλώδια και της το στόλισε, έψηνε με τις ώρες κρέατα στο τζάκι, λιβάνιζε κιόλας, της έδειξε τα άλμπουμ με τις ξεθωριασμένες οικογενειακές φωτογραφίες, για να της μάθει πως δεν ήταν από πάντα του έρημος.

ένα βράδυ που είχε χιονίσει έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει κι αυτός πανηγύρισε και έσφιξε τα μάγουλά της ανάμεσα στα δυό του χέρια από ενθουσιασμό. αυτή αποστράφηκε κι αυτός σκοτείνιασε και έσκυψε αμέσως να κουνήσει το κούτσουρο στο τζάκι. οι σπίθες που αναδύθηκαν πήραν μαζί τους τον δρόμο της ως εδώ μέχρι την έξοδο της καμινάδας, κι όσο να αποσβηστούν στον παγωμένο αέρα, αυτή το αποφάσισε.

σηκώθηκε στις πέντε. είχε κρυφτεί κάτω από το πάπλωμα μισοντυμένη. άπλωσε το πανωφόρι μπροστά στην ηλεκτρική θερμάστρα να το ζεστάνει και τις μπότες που της είχε αγοράσει για να πηγαίνουν βόλτα στο βουνό. έβγαλε τα σκουλαρίκια, το δαχτυλίδι και τρία πεντοχίλιαρα και τα άφησε πάνω στο σεντούκι. φόρεσε μπότες, πανωφόρι και κουκούλα, πήρε την τσάντα της, το μόνο δικό της πράμα μαζί με τα καλοκαιρινά ρούχα, και γλύστρισε στο σκοτάδι. τα χρωματιστά λαμπιόνια αναβόσβηναν στην αυλή, το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια της. δεν έκλεισε την πόρτα της αυλής για να μην κάνει άλλο θόρυβο. έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. σε λίγο πήρε το πρώτο λεωφορείο προς τα ανατολικά από την απέναντι πλευρά του δρόμου.

με τον καιρό ο κατσίβελος ξεθώριασε, τον έρωτα του έκτου ορόφου κατανόησε. όλα είναι δρόμος και η ειρήνη μέσα της προορισμός.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “όταν θα σε κοιτάζω, δεν θα κρατώ καρφιά

  1. Μόνη καρδιά , οι σιωπές δάκρυα χρειάζονται να ξεθυμάνουν κι αυτές για να γλυκομιλήσουν .Πόσο πολύ με άγγιξε , υπέροχη γραφή με πήρε από το χέρι και με περπάτησε σε κάθε σταυροδρόμι , μέχρι που το κλάμα με συνάντησε και κλάψαμε μαζί, μέχρι που μας βρήκε η αυγή σε διαφορετικό δρόμο , ίσως και να είναι η αρχή μιας νουβέλας η ενός μυθιστορήματος , νομίζω ότι δεν τελειώνει εδώ .Θαυμάσιο!!

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.