καμιά φορά μονολογώ ή μονοσκέφτομαι: πώς θα γίνει τεχνολογικά εφικτό να γράφουμε στο χαρτί θες, κομπιούτερ θες, τις σκέψεις μας γρήγορα ώστε να μην προλαβαίνει να χαθεί ούτε μία πτυχή τους; ένα καλό κόλπο για να κάνεις πιο γρήγορα είναι να μη σηκώνεις τα μάτια από το πληκτρολόγιο. τα ορθογραφικά -είναι κι αυτά πανάθεμά τα- θα τα διορθώσεις μετά, με τον κίνδυνο πάντα να διορθώσεις μαζί καμιά λέξη ή έκφραση που εκείνη τη στιγμή δεν σου φαίνεται καθωσπρέπει, όμως ήταν και παραήταν την ώρα που τη σκεφτόσουν.

κάθε στιγμή κάνω κάτι, νομίζω πως πάντα κάνω κάτι ακόμα και όταν με κλειστά τα μάτια και τον γατούλη αραγμένο στο μπούτι μου δεν κάνω τίποτα από αυτά που ονομάζονται στην καθομιλουμένη »κάτι». είναι γιατί το μυαλό μου τρέχει σαν την καμηλοπάρδαλη στη ζούγκλα. η μοναξιά είναι μεγάλο προνόμιο ξέρετε, και δεν εννοώ βέβαια την εγκατάλειψη και την άξενη γη, αλλά ένα εσώτερο διάλεγμα, που σε κάνει να τα πετάς όλα γύρω για να σταθείς σε αυτό που θέλεις εκείνη τη στιγμή.

σήμερα απασχόλησαν το νου μου μια σειρά σκέψεις, που έρχονται από τα ιντερνετικά διαβάσματά μου της επικαιρότητας και από τα βιβλία που πνίγουν το σπίτι και το χώρο μου. μου άρεζε να πηγαίνω στο σπίτι της Α.Χ. που πνίγεται στα βιβλία. εδωνά ως και στο πάτωμα γεωμετρικά ορθογωνισμένα βουναλάκια τα έχω. τα τελευταία χρόνια μου αρέσουν οι βιογραφίες, κυρίως οι αυτοβιογραφίες, γιατί τους βιογράφους λιγάκι τους φοβάμαι, επειδή εύκολα σήμερα κυριαρχούν έστω και επιδερμικά συμφέροντα.

είδα κάτι ιντερνετικές φωτογραφίες με «το κοριτσάκι» ή «τη 12χρονη», όπως γράφουν και λένε όλοι τους και πάντα με αριθμό αναφέρουν θύτες και θύματα (ας βγάζουν υποθετικά ονόματα καλύτερα, άλφα, δέλτα, γιώτα, μπερδεύομαι με τους αριθμούς. τους κρατάνε όμως γιατί τους χρησιμεύουν στην άμεση ανάγνωση του χαρακτήρα όπως αυτοί θέλουν να αναγνωστεί, σημείο δηλαδή της σημειωτικής επιστήμης). η μικρούλα λοιπόν ανακατωνόταν με χαρτονομίσματα. φαίνονταν μόνον τα ποδαράκια της με τα καλτσάκια και τα αθλητικά παπουτσάκια. αναρωτιόμουν τί ηλικία έχουν αυτά τα ποδαράκια. εννέα ως έντεκα ετών θα έλεγα. έχουμε κι έναν υπουργό, που σήμερα αποκήρυξε τον φασίστα πατέρα του. πέρασε ο ίδιος δίπλα από το θάνατο πριν κάτι λίγα χρόνια και ίσως αυτό τον έκανε να διαφοροποιείται από την ανατροφή που του έδωσε ο πατέρας του, μα αν έπρεπε καλά και σώνει κάτι να πει, ας έλεγε «δεν το εγκρίνω και με λυπεί», τούτο μόνο, και ας νομίζαμε παραπέρα ό,τι θέλουμε.

με τρομάζουν οι μέρες που διανύουμε. ίσως φταίει που όλα τώρα βγαίνουν στη φόρα άνω, κάτω και πλαγίως. τώρα όλοι θέλουν να μιλάνε. κανείς δεν διαλέγει την ηθελημένη σιωπή. αντίθετα, όλοι τα ξέρουν όλα. βλέπω πόσο γρήγορα και σταθερά προχωρούμε να αφήσουμε πίσω μας τη λεγόμενη δημοκρατία, σπεύδουμε.

μετά σκέφτηκα που δεν επέλεξαν τον αγωνιστή της ζωής Τίτο Πατρίκιο στην Ακαδημία. τον Μιχάλη Τιβέριο όμως, που υπήρξε πρωτεργάτης του τσακίσματος της Βενιζέλου, τον είχαν επιλέξει, ακριβώς τη στιγμή που ο ίδιος είχε ξεκινήσει με επιμέλεια, καθόλου επιστημονική, αλλά εργολαβικά αγοραία, τον τεμαχισμό ενός άρτιου, παλαιότατου και δραματικά ιστορικού για τη Θεσσαλονίκη αρχαιολογικού χώρου ενάμισυ στρέμματος. το τάιμινγκ είχε πολύ σχολιαστεί τότε.

πριν λίγο διάβαζα το κεφάλαιο «Τα περί του οίνου» της αυτοβιογραφίας του κυρ Γιάννη (του αρέσει λέει να τον αποκαλούν έτσι) «Εξήντα χρόνια τρύγος». βέβαια δεν διαβάζω το βιβλίο με τη σειρά του, όλο χοροπηδάω και πάλι πίσω, και πάλι με τη σειρά, και πάλι τρία κεφάλαια μπροστά, και άντε πάλι πίσω. με φαίνεται πως είναι το πιο δροσερό ανάγνωσμα του τελευταίου καιρού μου. πρέπει να το διαβάζουν όλοι οι καταθλιπτικοί, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της πάθησής τους. εκεί να δεις δρόμος και πείσμα και θράσος και κουράγιο και δύναμη, να χτίζεις την επόμενη μέρα πάνω στην προηγούμενη. μα εγώ που κατέχω να γράφω, ζηλεύω, γιατί δεν μπορώ έτσι, πυκνά κι ατίθασα.

και μια που της μόδας είναι τα «αποτυπώματα», συναντώ συχνά στο φέισμπουκ το «δοξάστε με, έκανα αυτό». μια χαρά, οκ, το κάνατε. μήπως ήταν η δουλειά σας και έπρεπε αυτό να κάνετε; το συνηθίζουμε να αυτοκαυχιόμαστε, γιατί βλέπουμε ότι αν δεν το κάνουμε εμείς μόνοι μας, δεν πρόκειται να μας παινέψει κανείς και έτσι θα λησμονηθούμε. δηλαδή πάλι ο φόβος του βιογράφου. μα αφού αυτή ήταν η δουλειά μας, ήταν και αυτό μέσα στις υποχρεώσεις μας να πάρει η ευχή. από την άλλη σκέφτομαι ότι κανένας μας δεν γνωρίζει πραγματικά κανέναν. κάτι περιπτωσούλες μόνον που νομίζει ότι ερμηνεύουν χαρακτήρες. έτυχε να δει και να ακούσει κάτι και νομίζει ότι έμαθε τον άνθρωπο. σιγά την άμαξα. ουδέ καν τα ίδια μας τα παιδιά δεν μας γνωρίζουν και ας νομίζουν το αντίθετο..

τρίτη 18 οκτωβρίου 2022, 02:00

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.