το οχηματαγωγό Σκύρος αριβάρει άδειο στην Aλόννησο μόνο και μόνο για να την αφήσει. ο καπετάνιος και φίλος αρχαιόθεν της μαμάς της κάνει τα στραβά μάτια σε όλη τη διαδρομή. έτσι κάνουν οι κύριοι.

λευκή στολή με σειρήτια. πόσα; η Pενάτα δεν θυμάται. δεν της έκαναν εντύπωση τα σειρήτια ποτέ. πόσο μάλλον τότε που της φαινόταν αστείο που ο πρώτος μηχανικός έβαλε τη στολή για να την εντυπωσιάσει. μικρό ανάστημα, κοκκαλιάρης, ίσαμε δεκαπέντε, δεκαεφτά χρόνια της έριχνε. αυτή εντυπωσιάστηκε μόνον όταν την κατέβασε στο μηχανοστάσιο. θόρυβος για να φωνάζεις, λίγο τεχνητό φως, αέρας πουθενά, θαλασσίλα και καύσιμο μπερδεμένο κράμα, σίδερο παντού, πνίγεσαι. η Ρενάτα στις μύτες των ποδιών τεντωμένη να φτάνει γύριζε γρήγορα-γρήγορα τη μανιβέλα κατά τις εντολές του καπετάνιου, μέρος και αυτό του εντυπωσιασμού (ένας ωραίος καπετάνιος αποφάσισε να αποπλεύσει από το Βόλο σχεδόν άδειος με μπόλικα μποφόρια !!!), ο πρώτος μηχανικός έσπρωχνε το χέρι της με βιάση κάθε φορά που νόμιζε πως για δευτερόλεπτο καθυστερεί. ντριιιιιν! full engine! ντριιιιιν! «γρήγορα, βιάσου», σχεδόν ούρλιαζε…. αυτή όταν ανέβηκε πάνω ξαφνιάστηκε.. το καράβι είχε απομακρυνθεί από το λιμάνι. πώς γινήκαν τόσες μανούβρες με μια μανιβέλα που μόνο κουδούνιζε;

λίγο αργότερα η πάμπλουτη βραζιλιάνα ξερνούσε στο δερμάτινο ντιβάνι του σαλονιού της πρώτης θέσης. ένα ντιβάνι αυτή και ένα ντιβάνι, απέναντι η Pενάτα. αρπαγμένες κι οι δυο καλά-καλά από την πλάτη του καναπέ για να μην εκσφενδονιστούν. αντάρα, μαυριδερό νερό έσκαζε κι άφριζε πάνω στα παράθυρα της αριστερής πλευράς, πότε αυτά καπλαντίζονταν σκουρόγκριζα και πότε λευκά με τον κλυδωνισμό. θάλασσα, τρρρρρρκ, ουρανός, τρρρρρρκ και ξανά και ξανά… ο άντρας της βραζιλιάνας την είχε κοπανήσει για κάτω, να κουνιέται λιγότερο. η Pενάτα παρατηρούσε τα τεράστια φωναχτά δαχτυλίδια στα σφιγμένα της δάχτυλα, το ένα δίπλα στο άλλο, δεν ήταν της μόδας τέσσερα στο ίδιο χέρι μιας γριάς.

μερικά λεπτά μετά δεν άντεχε το στομάχι της που της είχε ανεβεί στο λαιμό. ο πρώτος μηχανικός είχε βάλει πάλι τα λιγδιασμένα, τα λευκά δεν είχαν νόημα μέσα σε τόσο ντόρο. ερχότανε κάθε τόσο και τη ρωτούσε αν είναι καλά. αυτή σηκώθηκε, ήθελε να ξεράσει, προσπαθούσε να συγκρατηθεί μα είχε ασπρίσει. την είχε κλειδώσει πάνω του αρπάζοντάς την απ´το μπράτσο, για να μην την πάρει η θάλασσα καθώς έγερνε στην κουπαστή της δεξιάς μεριάς. εκεί από δεξιά δεν χτυπούσε το κύμα. μόνο κλυδώνιζε, τόσο πολύ, που την ώρα που δρασκέλιζε την πόρτα της γέφυρας τα γόνατά της λύγισαν και παραλίγο να τα σπάσει στο ψηλό ποδοπάτι.

πρώτα έμαθε όλες τις κρυφές μεριές του καραβιού. μετά ζαλίστηκε και ξέρασε. μετά κατέβηκε ζαλισμένη στην Aλόννησο αφήνοντας το ταξίδι ακριβώς στη μέση. το κεφάλι της την τραβούσε προς τα πίσω μόλις ξάπλωνε για τέσσερις μέρες μετά. και το καράβι δεν έπιασε στην Aλόννησο για τόσες μέρες ακριβώς.

η μετέπειτα αλληλογραφία την εκνεύριζε και την παράτησε. ευτυχώς την είχε γλυτώσει η θάλασσα απ´ το λευκό κοκκόρι.

οι δουλειές του καλοκαιριού πρέπει να μένουν δουλειές του καλοκαιριού.

τύποι από το ράφι, 1

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.