ο μπαμπάς μου πήρε προίκα από τη μάνα μου 300 χρυσές λίρες αγγλίας. με τις περισσότερες από αυτές αγόρασε το 1953 τη μονοκατοικία που γεννήθηκα (ψέματα, στο Άσυλο γεννήθηκα)..

το σπίτι μου ήταν εβραίικο, είχε χτιστεί το 1938 (για την οδό Γαλανάκη στις αρχές του 20ου αιώνα στη συνοικία Τράνσβααλ θα σας πω άλλη φορά) με άτρυπα τούβλα Fratelli Allatini και κοκκινόχωμα, και σε αυτό γεννήθηκε, έλεγε η μάνα μου που το είχε πληροφορηθεί από τη γειτονιά, μωράκι με διαμαρτία που δεν επέζησε τελικά, γεγονός που θεωρήθηκε κακός οιωνός και έτσι οι κάτοικοι του σπιτιού χάθηκαν λίγο καιρό μετά στο Μπίργκενάου της Πολωνίας.

ο πατέρας της ιδιοκτήτριας είχε προπολεμικά ένα σπίτι ακόμα, το διπλανό μας, ξύλινο τουρκόσπιτο, στην αυλή του οποίου εν όψει του επερχόμενου πολέμου είχε χτίσει ένα μπούνκερ, ένα τσιμεντένιο καταφύγιο για προστασία από τους βομβαρδισμούς, το δεύτερο καταφύγιο της γειτονιάς μου (το άλλο βρισκόταν στην οδό Αετορράχης, ανεβαίνοντας από Λεωφόρο Στρατού λίγα μέτρα αριστερά, το θυμάμαι σαν τώρα, λοξή τσιμεντένια επιφάνεια πάνω στη γη με μια στρογγυλή τρύπα για να μπαίνει οξυγόνο και να βλέπεις αν ξημέρωσε). στον τσιμεντένιο τοίχο του καταφυγίου ο εβραίος ιδιοκτήτης έθαψε έναν τενεκέ χρυσές λίρες.

όταν το 1968 γκρεμίστηκε το τουρκόσπιστο και το διπλανό του αρμένικο για να ανοικοδομηθεί, η φαγάνα έδωσε μιά το μπούνκερ και ξεχύθηκαν οι λίρες. ο τενεκές φορτώθηκε εσπευσμένα στο φορτηγό που πήγε να αδειάσει στο λιμάνι. η φήμη ξεχείλισε, η αστυνομία κατέφθασε και εγκαταστάθηκε νυχθημερόν μέχρι να ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες. δουλεύαμε ψιλό γαζί εμείς τα παιδιά της γειτονιάς τους μπάτσους τις νύχτες πετώντας τα χρυσόχρωμα εξώφυλλα από τσιχλόφουσκες που είχαν μορφή λίρας, για να τους βλέπουμε να τα φωτίζουν στο σκοτάδι με το φακό, μή τυχόν και ξέφυγε τίποτε και είχαν κάνει την τύχη τους, ποτέ δεν ξέρεις…

η καινούργια εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» έστειλε σπίτι νυχτιάτικα το δημοσιογράφο της, διαβασμένον, όχι σαν τους πιο πολλούς σημερινούς, που ήξερε ότι το σπίτι μου ήταν του ίδιου ιδιοκτήτη. την άλλη μέρα το σπίτι μου φιγουράριζε σε φωτογραφία στην εφημερίδα με μια λεζάντα που αναρωτιόταν μήπως υπάρχουν και άλλες λίρες εδώ. ο γιος της χοντρής γειτόνισσας (κλέφτρας από την αυλή μας κάθε γλάστρας μας με γαρυφαλιές που τις λάτρευε η μάνα μου), που ήταν στο εκσκαφικό συνεργείο, έσκαψε λίγο καιρό μετά το οικόπεδο του φαρμακείου Ζωγράφου στην Τσιμισκή με αλυσιδοφόρα φαγάνα και παραταγμένα φορτηγά να περιμένουν τη σειρά τους να φορτώσουν, πράγμα που μας έκανε να τον υποψιαστούμε άγρια γιατί προηγουμένως δεν είχε στον ήλιο μοίρα. στην κατά χώραν έρευνα στο υπό ανέγερσιν οικόπεδο βρέθηκαν κι άλλες λίρες και το νόμιμο μερίδιο παραδόθηκε στην επιζήσασα του Ολοκαυτώματος κληρονόμο Όρρω Μενασέ, χήρα Ιεσούα Αλφανταρί, που είχε χαθεί στο Μπίργκενάου το Μάρτη του 1944, την εποχή εκείνη Φλωρεντίν αν δεν με απατά η μνήμη μου.

αυτή η ιστορία με τις λίρες ήταν η αιτία που μου ρήμαξαν το σπίτι. το 1997, ο Γιώργος Μούλκας θα θυμάται που με πήγε τάκα-τάκα σπίτι από τη δουλειά με τη μοτοσυκλέτα του κατόπιν ανώνυμου υβριστικού τηλεφωνήματος που μου άνοιξε χαιρέκακα τα μάτια. είδαμε τη ζημιά μαζί και γω έκλαιγα κι αυτός προσπαθούσε να ασφαλίσει το σπίτι όσο μπορούσε να γίνει αυτό εκείνη την ώρα. τότε δεν κατοικούσα πια εκεί και το σπίτι ήταν κλειδωμένο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ανοικοδομηθεί, φορώντας όμως όλη την παιδική, νεανική και φοιτητική μου ηλικία.

ο μέγας βάνδαλος ήταν ένας γείτονας χωροφύλακας ταγματασφαλίτης που του ξέφυγε απέξω-απέξω το ανδραγάθημα πολλά χρόνια μετά, στα γεράματά του, όταν μιλούσαμε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, μου είχε όμως προ πολλού περάσει η διάθεση να τον σκοτώσω. η επιχείρηση είχε γίνει μουλωχτά, μα υπήρξε άκαρπη φαντάζομαι, αλλιώς η φήμη του κλεπτονεόπλουτου θα έφτανε στ´αυτιά μου κάποια στιγμή, καθώς καπνός χωρίς φωτιά μάλλον δεν υπάρχει. όταν κάποτε είχα βρει το θάρρος να αντικρύσω την καταστροφή, ακολούθησα τα ίχνη του άχρηστου άντρα. ο τύπος είχε ξεκινήσει από το υπόγειο, όπου όμως τον εμπόδιζε ο αναλημματικός τοίχος που συγκρατούσε την επίχωση-στόχο του, που στο πάνω μέρος της ήταν χαμηλή καμιά σαρανταριά πόντους ίσαμε να μπαίνει το φως των μικρών καγκελωτών παραθυριών της πρόσοψης και να αερίζεται το υπόγειο. δεν χωρούσε λοιπόν στο κενό για να ψάξει το μπάζωμα από πάνω ούτε τολμούσε να ξηλώσει τον τοίχο μη και υποχωρήσει το μπάζωμα και τον θάψει και μή και κάνει θόρυβο και τον πάρουν χαμπάρι. οπότε άλλαξε ρότα, διάρρηξε την εξώπορτα, πήγε στο δωμάτιό μου και του ξήλωσε το πάτωμα. ό,τι ξήλωνε, το μετέφερε στο σαλόνι με τη σειρά ξηλώματος. μετά στο διαρρηγμένο πλέον σπίτι μπήκαν οι αλβανοί με τα πλαστά διαβατήρια, κάπου έχω ένα που βγάζει μάτι και είναι να απορείς πώς δεν το κατάλαβε ο τελώνης και τον άφησε να μπει (ή αλλιώς σιγά να μην δεν το κατάλαβε).

ανασκάπτοντας λοιπόν εγώ το βουνό του σαλονιού, βρήκα πρώτα τα χοντρά πριονισμένα πατωσάνιδα, από κάτω τους το μουσαμά που κάλυπτε το πάτωμα, μετά τα νεανικά μου ρούχα και εσώρρουχα σάπια πια, τα χαρτιά μου μισοπνιγμένα, έσωσα ό,τι μπόρεσα, και όλα αυτά αναπαύονταν πάνω στην καρυδένια ξυλόγλυπτη τραπεζαρία μου με τα λιονταροπόδαρα, που σήμερα χρησιμοποιώ περήφανη και την είχε φτιάξει το 1953 το παπαφάκι, που είχε το εργαστήριό του στην Αγίας Σοφίας στο κτήριο Μαζέστικ της Κομμαντατούρ, παραγγελία για το γάμο των γονιών μου.

μετά τον μεγάλο βάνδαλο, που κυνηγούσε τις λίρες που υπέθετε ότι ήταν κρυμμένες στο υπόγειο, εγκαταστάθηκαν στο σκοτάδι οι παράνομοι αλβανοί, που ταμπουρώθηκαν πίσω από έπιπλα και στόλισαν γύρω τους όμορφα αντικείμενα του σπιτιού χωρίς όμως και να τα απομακρύνουν. στο κλειδωμένο πάλαι ποτέ συρτάρι του γραφείου μου φύλαγαν τα σκόρδα και τα κρεμμύδια τους, δεν κατέστρεψαν όμως τον πάκο με τη νεανική μου ερωτική αλληλογραφία κατά χρονολογική σειρά που είχα δεμένον με ένα κορδελάκι. μάλλον φταίει που ήταν άλλη γλώσσα..

το σπίτι μου αυτό με άφησε κατάπληκτη όταν το άδειασα την παραμονή της κατεδάφισής του από ό,τι είχε καταφρονέσει ο ταγματασφαλίτης, τη χυτοσιδηρή δηλαδή ξυλόσομπα που τώρα στολίζει το σαλόνι μου και κείνην την παλιοτραπεζαρία. η υγρασία είχε φουσκώσει και ξεκολλήσει από τους τοίχους τη γαλανή λαδομπογιά με την οποία το είχε φρεσκάρει ο μπαμπάς μου όταν το είχε αγοράσει, και όταν τράβηξα τη φουσκωμένη πέτσα στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, είδα από κάτω …τις τοιχογραφίες: ορθογώνια κάθετα διάχωρα από ροζ κορδέλες περιέβαλλαν μπουκέτα από ροζ και κόκκινα τριαντάφυλλα, όλα σε ουρανί φόντο.

με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που κόστισε το σπίτι αυτό, ο μπαμπάς μου είχε βρει μια μονοκατοικία στην Ανθέων, με τεράστιο κήπο, αλλά όλο έλεγε ότι δεν την αγόρασε γιατί η δουλειά του έπεφτε μακριά πολύ, και πού να τρέχει τα παγωμένα πρωινά από τόσο μακριά για να κατέβει στο Καπάνι. ενώ εδώ, στην Αγία Τριάδα, έπαιρνε το τραμ και τσούπ βρισκόταν στη δουλειά του στο πιτς φιτίλι. έτσι στις 29 Μαΐου του 1953, ημέρα Παρασκευή, αγόρασε από την κυρία Όρρω το σπίτι της προίκας της έναντι 60.000.000 δραχμών που κατεβλήθησαν τοις μετρητοίς (με μορφή χρυσών λιρών αγγλίας να υποθέσω, την ισοτιμία το 1953 δεν τη γνωρίζω, η γνώση μου είναι μεταγενέστερη, των 300 δραχμών ανά λίρα).

πού να ήξερε ο άνθρωπος πως τα απομακρυσμένα οικόπεδα της Ανθέων θα ερχόταν εποχή που θα αποκτούσαν αξία και που θα έφτανε και το 2018 να μην μπορείς πια να βρίσκεται τσουπ στο Καπάνι γιατί η συγκοινωνία είναι για κλάματα;

έκανε όμως μια καλή αγορά. μπορείς να φτάσεις στο Καπάνι με τα πόδια στον ίδιο χρόνο που αυτός έφτανε με το τραμ.

02.12.2018

Μια σκέψη σχετικά μέ το “οι λίρες (as the years go by..)λ

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.