αποκοιμήθηκα αφήνοντάς με στα χέρια της ελπίδας

κάθε βράδυ συνήθεια το ‘χω μα η ελπίδα με προδίνει.

ανήσυχος ο ύπνος παρά ταύτα, το κορμί πονάει.

ακούω στο σκοτάδι τη σιωπή μου

πεζός ο λόγος τα χέρια μου ορφανά αφήνει.

ξημερώνει και περιμένω πάνω μου να γείρεις

να απαιτήσεις από μένα τη χαρά σου.

είσαι ζεστός

σε νιώθω πίσω από τα κλειστά μου μάτια         

σαν κίνηση σαν θέλω και σαν πάθος

τολμώ να ξεδιπλώνω ακόμη τα φτερά μου

το δεξί σου χέρι σέρνεται αργά στο λευκό σεντόνι

το αριστερό κινείται κιόλας στον αέρα να με αδράξει

μυρίζω τον ιδρώτα σου

δεν ξέχασα ποτέ το δέρμα σου πώς είναι

μα προσπαθώ ακίνητα τα βλέφαρα να έχω

για να νομίσεις τάχα πως κοιμάμαι.

αγάπησέ με

κράτα με όλη δική σου

απλά χωρίς πολλά να μου ζητήσεις

λόγος άλλωστε δε βρίσκω να υπάρχει

ζητάει κανείς να λάβει ό,τι δεν έχει

δικά σου είναι όλα όσα επιθυμείς και όσα έχω και όσα δύναμαι να δώσω

έχω και θέλω

ανάθεμά με

ο κόσμος μου μεγάλος και πολύχρωμος ακόμα

και συ που νιώθεις πώς είναι η χαρά ευλογημένος είσαι

ξύπνησέ με

ξημέρωσε

Μια σκέψη σχετικά μέ το “δεκάτη προτέρα

  1. τρεχαντήρι στα αφρισμένα κύματα που όταν το οδηγήσει ο καιρός σ’απάνεμο λιμάνι μόνο με τη σιγαλιά του θα έχει να πει κουβέντες , υπέροχο , μοναδικό στην αναζήτηση του !!!

    Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.