πάσχω από νεοπάθεια 😄.. θέλω να διαβάζω συνεχώς ό,τι καινούργιο, ό,τι νάναι, όπως νάναι, διαβάζω γρήγορα σα μηχανή, το μυαλό μου καλπάζει ανησυχητικά, τα κενά στη μνήμη μου της προπερασμένης εβδομάδας εξαφανίστηκαν, κακώς είχα ανησυχήσει, είναι που απορρίπτω κάθε τι άχρηστο και θα είχαν μαζωχτεί πολλά άχρηστα κι ο χώρος είναι μεγάλος και μικρός μαζί, διάλεξα με τον κομψό τρόπο να τον αδειάζω με το να μη τα θυμάμαι, σταμάτησα να πολυαντιδρώ εδώ μέσα, διαβάζω ό,τι έρχεται μπροστά μου, μιλάω μέσα μου και απέξω σωπαίνω, μόνο στα ζώα και στη φύση και στην αδικία αντιδρώ, πού και πού κι αυτό, ο χρόνος τρέχει, ο υπολογιστής δουλεύει δίπλα μου, ακούω τον ανεμιστήρα του να με ζαλίζει, ο κλιματισμός δουλεύει απέναντι, ακούω τον ανεμιστήρα του κι αυτού να μου σκεπάζει κάθε άλλον ήχο της νύχτας, έχει ήχους η νύχτα, το ψυγείο, τον γάτο, καμιά μηχανή που περνάει απέξω, τα παιδιά που ουρλιάζουν στο παρααπέναντι μπαλκόνι, μεταγράφω τα χάρτινα δελτία μου του 1975 με επιμέλεια, ταξινομώ κάθε τόσο το αρχείο με αύξουσα τάξη, τσεκάρω εκατοντάδες λέξεις απ´το γλωσσάρι, αγωνίζομαι να εξαντλήσω το απόθεμα γρήγορα γιατί πρέπει να τελειώνω και με δαύτο, πρέπει να αρχίσω να μαθαίνω για τα e-book, να εκδώσω τα βιβλία μου, τα μελάνια μου απέναντι δεν πρέπει να στεγνώσουν, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες εγκιβωτισμένα αντικείμενα εδώ μέσα, τα δωμάτια ανταγωνίζονται το μυαλό μου σε τάξη μα περιορισμένη ευπρέπεια, ξέχασα να μαγειρεύω, δε μιλάω στο τηλέφωνο γιατί βαριέμαι, μου στέλνουν να βγούμε και βαριέμαι, ακούω τη φωνή μου μόνον όταν μιλάω στο γάτο, σπάνια μονολογώ, νυχτώνει γρήγορα, δεν παρηγοριέμαι που νυχτώνει το ίδιο για όλους, οι άλλοι και οι όλοι δεν με καθησυχάζουν, κατάφερα να κοιμάμαι εφτάμισυ ώρες σε όποιο τμήμα του εικοστετράωρου νάναι, μα προσπαθώ να μη χάνω το φως μέσα απ´τα χέρια μου, άρχισε κιόλας να μειώνεται απ´τις 21, το σώμα μου άλλοτε καταρρέει κι άλλοτε αγωνίζεται σθεναρά, έβαλα πάλι το μπαστούνι σε υπηρεσία, εκείνο το όμορφο που πήρα στις Συρακούσες, εκεί οι οδηγοί υπέμεναν να περάσω, εδώ όχι, οι παγοσακούλες πάνε κι έρχονται, οι βιταμίνες το ίδιο, σαν να μάλωσα με τα χρώματα αυτή τη βδομάδα, κατέβασα κεπέγκια και δεν τα ανακαλώ θαρρείς, οι γραμματοσειρές γίναν οι πρωταγωνιστές, τα διπλά κενά ανάμεσα στις λέξεις εξορίζονται πάραυτα, μα πρέπει να το χωνέψω ότι όλα μα όλα είναι τελικά πινελιές, όλα είναι πινελιές, όλα είναι χρώματα, με μάτια κλειστά ή ανοιχτά τα νέα χορεύουν γύρω μου σα πινελιές κοντές, κοντούτσικες, πλατιές, όλα όσα συμβαίνουν και αισθάνομαι και περιμένω και θέλω και άφησα και ανακαλώ ή θάβω είναι μεταμφιεσμένα χρώματα…

τετάρτη 1 ιουλίου 2020